Τη λύση του κράτους, ως «εργοδότη ύστατης προσφυγής», εισηγείται για τη δραστική μείωση της ανεργίας η καθηγήτρια Οικονομικών στο Levy Economics Institute Ράνια Αντωνοπούλου*, εκφράζοντας την άποψη ότι το κράτος μπορεί να αναλάβει προσωρινά μεγάλο αριθμό ανέργων, όπως έκανε το 1933 ο Ρούσβελτ (New Deal) και αντέγραψε το 2009 ο Ομπάμα. Η ίδια κάνει λόγο για θέσεις εργασίας κοινωφελούς αναπτυξιακού έργου και υποδεικνύει ως δυνατές πηγές χρηματοδότησης την αναδιάρθρωση του ΕΣΠΑ, την ΕΤΕπ, την περαιτέρω αναδιάρθρωση του χρέους και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, η οποία κατά τη γνώμη της μπορεί να αντιμετωπιστεί πιο αποτελεσματικά αν συνδεθεί με ένα Εθνικό Ταμείο Κοινωνικής Απασχόλησης. Τους επόμενους μήνες θα υπάρχουν και συγκεκριμένες μετρήσεις για τη δυνατή μείωση της ανεργίας στην Ελλάδα μέσω της προτεινόμενης μεθόδου. Του Βασίλη Κωστούλα

Ads

 
«Δεδομένου ότι μόνο το κράτος μπορεί να αποσυνδέσει την προσφορά απασχόλησης από την κερδοφορία της πρόσληψης των εργαζομένων, η απείρως ελαστική ζήτηση για εργατικό δυναμικό θα πρέπει να δημιουργηθεί από την κυβέρνηση» (Minsky 1986).
 
Με ποιους τρόπους μπορούν να δημιουργηθούν σήμερα θέσεις απασχόλησης στην Ελλάδα;
 
Αυτό που χρειάζεται η χώρα είναι σαφώς ανάπτυξη και επενδύσεις. Η έλλειψη όμως μιας βιώσιμης διαχείρισης του κρατικού χρέους, η υφεσιακή πολιτική  των Μνημονίων, οι δρακόντειες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες (27 δις ευρώ από το 2009 έως το 2012 συν επιπλέον 12 δις ευρώ έως το τέλος του 2014) και η προσήλωση στο πρωτογενές πλεόνασμα σίγουρα δεν βοηθά. Η ανεργία έχει εκτοξευτεί από 12% τον Μάιο του 2010, την περίοδο που τίθεται σε εφαρμογή το πρώτο μνημονιακό πακέτο, στο 26%, σύμφωνα με την πρόσφατη ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ. Και ενώ η δημοσιονομική πολιτική είναι  εξοντωτικά υφεσιακή, οι θέσεις εργασίας που εξαφανίστηκαν και η ανεπαρκής δημιουργία καινούργιων θέσεων είναι αποτέλεσμα της κατακόρυφης πτώσης δραστηριότητας του ιδιωτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένων των μικρομεσαίων και οικογενειακών επιχειρήσεων. Το πρόβλημα λοιπόν βρίσκεται στα απαιτούμενα (και ανέφικτα) ποσοστά ανάπτυξης και επενδύσεων που χρειάζονται προκειμένου να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας οι οποίες θα απορροφήσουν ένα μεγάλο ποσοστό από τους  1,3 εκατομμύρια άνεργους και τους χιλιάδες άλλους που υποαπασχολούνται.  
 
Η φτώχεια έχει ήδη πλήξει το 1/3 του πληθυσμού. Ο υποσιτισμός των παιδιών, οι άστεγοι, η ενδοοικογενειακή βία, η εγκληματικότητα και η εξτρεμιστική ακροδεξιά ιδεολογία βρίσκονται σε ανησυχητική άνοδο και το προσδόκιμο ζωής έχει μειωθεί ήδη κατά 2 χρόνια και ίσως πολύ περισσότερο κατά τα λεγόμενα τoυ Πρόεδρου των Γιατρών του Κόσμου, Νικήτα Κανάκη στην πρόσφατη διημερίδα του ΙΝΕΡΠΟΣΤ-LEVY.
 
Η μείωση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα και οι άνευ προηγουμένου περικοπές των κρατικών δαπανών για συντάξεις, κοινωνικά επιδόματα, υγεία, παιδεία, λειτουργικές και καταναλωτικές δαπάνες του κράτους και τα αλλεπάλληλα φορολογικά μέτρα που έχουν υιοθετηθεί έχουν συρρικνώσει την ζήτηση τρομακτικά. Το 20% της Ελληνικής οικονομίας έχει εξαφανιστεί ήδη. Η Ελλάδα πλήττεται από μια κρίση που ισοδυναμεί με αυτήν του 1929-33 στην Αμερική. Πρόσφατα έκανε αυτόν τον παραλληλισμό και το New York Times οπου και αποδεικνύεται ότι η Ελλάδα περνά ακόμα πιο χειρότερη κρίση από αυτήν του 1930  (Floyd Norris, Μarch 15, 2013 “Seen from Greece, Great Depression Looks Good).
 
Ας το καταλάβουμε έστω και τώρα- Η ανεργία που αντιμετωπίζουμε σήμερα δεν αντιμετωπίζεται εύκολα. Χρειάζονται καινούργιες για την Ελλάδα  πολιτικές πρακτικές. Κατά την γνώμη μου μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με την πολιτική παρέμβαση του κράτους ως εργοδότη ύστατης προσφυγής.
 
Είναι αυτό ακριβώς που έκανε ο Ρούσβελτ για την καταπολέμηση της ανεργίας το 1933, γνωστό διεθνώς ως το New Deal.
 
H οικονομική, κοινωνική και ανθρωπιστική κρίση της χώρας δεν μας παρέχει την πολυτέλεια να ακολουθήσουμε την τετριμμένη οδό για την αντιμετώπιση της ανεργίας. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι θα πάρει χρόνο έως ότου επανέλθει η επενδυτική δραστηριότητα του ιδιωτικού τομέα σε ρυθμούς ανάπτυξης, ικανούς να δημιουργήσουν την απαιτούμενη ζήτηση εργατικού δυναμικού και συνεπώς μείωση της ανεργίας. Σήμερα, που περιμένουμε να στηριχτούν οι προσδοκίες για αυξημένη ζήτηση και κέρδος – τα ουσιαστικά κίνητρα τα οποία καθοδηγούν τις επιχειρηματικές επενδύσεις και τις αποφάσεις για παραγωγή, εξού και η έμφαση στις εξαγωγές – είναι ανεδαφικό να ελπίζουμε  ότι ο τομέας των εξαγωγών θα εκτοξευτεί. Μπορεί να συμμετέχει στην ανάκαμψη, αλλά ας διαβάσουμε την έκθεση για την ανταγωνιστικότητα, της Τράπεζας της Ελλάδας του 2010, ώστε να λογικευτούμε λιγάκι. Και να υπενθυμίσω ότι η Λαγκάρντ (ΔΝΤ) είπε πρόσφατα πως οι μισθοί πρέπει να μειωθούν άλλο ένα 30%, ώστε η Ελλάδα να γίνει πραγματικά ανταγωνιστική και να προσελκύσει αναπτυξιακά επενδυτικά κεφάλαια! Πέραν αυτού,  το βασικό πρόβλημα είναι ότι η ελληνική οικονομία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εγχώρια ζήτηση, δηλαδή στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στους εγχώριους καταναλωτές – τους ίδιους καταναλωτές που είτε έχουν δει το εισόδημά τους να συρρικνώνεται είτε είναι άνεργοι.
 
Όμως, ακόμα και αν από μηχανής θεού εμφανίζονταν αύριο κάποια δείγματα ανάκαμψης, ακόμα και αν είχαμε μια βιομηχανική δομή παραγωγής εξαγωγών ανάλογη με αυτήν της Νότιας Κορέας ή της Σιγκαπούρης, η ιστορική εμπειρία των χρηματοπιστωτικών και οικονομικών κρίσεων μας προειδοποιεί ότι θα χρειαστούν 7-10 χρόνια έως ότου υπάρξει ουσιαστική ανάκαμψη στην απασχόληση. Στην πραγματικότητα, με τη δομή που έχει η Ελληνική οικονομία, οι χαμηλοί μισθοί και η υψηλή ανεργία οδηγούν σε μείωση της εγχώριας  ζήτησης και, ως εκ τούτου, σε λιγότερες επενδύσεις. Και λιγότερες επενδύσεις συνεπάγονται λιγότερη απασχόληση.
 
Τι ακριβώς είναι ο «εργοδότης ύστατης προσφυγής» και πώς μπορεί να προσαρμοστεί στην ελληνική πραγματικότητα;
 
Δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν είχε αντιμετωπίσει τόσο εκτεταμένη και μακροχρόνια ανεργία τα πρόσφατα χρόνια, δεν είναι θεσμικά προετοιμασμένη να ανταποκριθεί στο πρόβλημα. Τα επιδόματα ανεργίας φυσικά είναι και απαραίτητα και σημαντικά, αλλά το βάθος και οι ιδιομορφίες της παρουύσας κρίσης απαιτούν καινοτομίες. Τα προγράμματα απασχολησιμότητας  των νέων είναι άστοχα, διότι το πρόβλημά μας είναι  κυρίαρχα η έλλειψη ζήτησης και όχι η έλλειψη κατάρτισης.
 
Τι ακριβώς είναι η πολιτική του εργοδότη της ύστατης προσφυγής (employer of last resort) ή ενός ελληνικού New Deal.  Το κράτος επεμβαίνει και λειτουργεί  ως  εργοδότης ύστατης προσφυγής (employer of last resort)  και εγγυημένης απασχόλησης (job guarantee). Μια ελληνική εκδοχή του New Deal, εστιασμένη κυρίως στην πολιτική της αλληλέγγυας κοινωνικής εργασίας (policy of direct social service job creation), είναι απαραίτητη και πρέπει να συζητηθεί άμεσα. Για την Ελλάδα, η πρώτη φορά που ακούστηκε αυτή η πρόταση ήταν από τον Δ. Παπαδημητρίου στην Καθημερινή (24 Ιανουαρίου 2010). Έχουμε πολλά ιστορικά παραδείγματα που επιτρέπουν να αντλήσουμε πληροφορίες για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση άμεσης απασχόλησης.
 
Να εξηγήσω, πρώτα απ’ όλα, ότι είναι μια αυτόματη σταθεροποιητική πολιτική (automatic stabilizer) ενάντια στην ύφεση. Επικεντρώνει τις κρατικές δαπάνες στη δημιουργία προσωρινών θέσεων εργασίας, όταν η πρώτιστη πηγή εργασίας, ο ιδιωτικός τομέας, αδυνατεί να δημιουργήσει έναν ικανοποιητικό αριθμό θέσεων απασχόλησης. Προσφέρει βασικό, χαμηλό μισθό, αλλά μέσα στα νόμιμα όρια και μετά από συμφωνία με εργατικές συνομοσπονδίες, και στοχεύει να δώσει ώθηση στην ανάπτυξη της οικονομίας μέσω της τόνωσης της ζήτησης των (πρώην ανέργων) νοικοκυριών. Οι προσωρινά εργαζόμενοι παράγουν και προσφέρουν κοινωφελές έργο στο επίπεδο της τοπικής κοινωνίας. Ανάλογα με τα προσόντα τους και τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας, οι τομείς που προσφέρονται συμπεριλαμβάνουν, για παράδειγμα, μικρές επισκευές και συντήρηση  δημόσιων και δημοτικών κτηρίων, αναδασώσεις και φυτεύσεις σε δρόμους και κήπους, συντήρηση και φύλαξη παιδικών χαρών, απασχόληση σε κοινωνικά ιατρεία, παντοπωλεία και φροντιστήρια, επισκευές και αναδιαμόρφωση σε δημόσια άδεια κτήρια για δημιουργία κατοικήσιμων χώρων για άστεγους, συμπληρωματική υποστήριξη σε βρεφοκομεία, νηπιαγωγεία και βοήθεια στο σπίτι, όπως επίσης σε έργα οικολογικού περιεχομένου και καθαρισμού, βελτίωση δημοσίων παράλιων, παροχή εργασίας σε κέντρα στήριξης παράδοσης και πολιτιστικής δημιουργίας κλπ.
 
Επίσης, είναι αποδειγμένο ότι ξοδεύοντας τους μισθούς τους, αναμοχλεύεται η τοπική οικονομία και δημιουργούνται στα σίγουρα καινούργιες θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα – αυξάνονται έτσι και τα έσοδα του κράτους μέσα από πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα ζήτησης και προσφοράς. Είναι σαφές ότι όταν ο ιδιωτικός τομέας είναι έτοιμος να προσλάβει εργαζομένους, και οι μισθοί που θα προσφέρει είναι πιο ελκυστικοί, και οι δυνατότητες επαγγελματικής εξέλιξης ιδανικότερες, και το αντικείμενο εργασίας πιο κοντά στα ενδιαφέροντα των προσωρινά απορροφημένων από το κράτος. Ιστορικά, η συμμέτοχη των εργαζομένων και η ζήτηση συμμετοχής τους πάντα συρρικνώνεται όταν ανακάμπτει η οικονομία
 
Από πού προέρχεται η ορολογία του «εργοδότη ύστατης προσφυγής»;
 
Ο όρος «εργοδότης ύστατης προσφυγής» επινοήθηκε από τον αείμνηστο Hyman Minsky, που είναι πιο γνωστός για την ανάλυση της χρηματοπιστωτικής αστάθειας του καπιταλισμού.  Σύμφωνα με τον Minsky, το κράτος υποχρεούται να παρέχει εγγύηση εργασίας σε όσους πολίτες είναι ικανοί και θέλουν, αλλά δεν μπορούν να βρουν μια θέση εργασίας. Κατά τον Minsky, η οικονομία της αγοράς δεν διαθέτει έναν εσωτερικό μηχανισμό για να εξισορροπεί την προσφορά και την ζήτηση εργασίας. Η ανεργία και οι καταστρεπτικές επιδράσεις της δεν επιτρέπουν, τονίζει ο Minsky, σε μια κοινωνία να μένει αδιάφορη ούτε παθητική. Ως εκ τούτου, πρότεινε ότι όσον αφορά την απασχόληση και τις αγορές εργασίας, μόνο το κράτος  θα μπορούσε να δημιουργήσει μια «απείρως ελαστική ζήτηση του εργατικού δυναμικού που δεν θα εξαρτάται, δεν θα στηρίζεται στην προσδοκία κέρδους των επιχειρήσεων. Δεδομένου ότι μόνο το κράτος μπορεί να αποσυνδέσει την προσφορά απασχόλησης από την κερδοφορία της πρόσληψης των εργαζομένων, η απείρως ελαστική ζήτηση για εργατικό δυναμικό θα πρέπει να δημιουργηθεί από την κυβέρνηση»(Minsky 1986).

Ο Minsky πρότεινε το ELR ως μόνιμη πολιτική, αλλά, τονίζω, όχι ως παροχή μόνιμης απασχόλησης. Η πολιτική αλληλεγγύης του εργοδότη της ύστατης προσφυγής ενεργοποιείται και απορροφά τους ανέργους μόνο κατά περιόδους συρρίκνωσης της οικονομίας. Αυτή η πολιτική -που θέτει ως στόχο την πλήρη απασχόληση- είναι αντίθετη με το laissez faire του νεοφιλελευθερισμού και πάντα δημιουργούσε φόβο σε ορισμένους κύκλους του ιδιωτικού τομέα, διότι είναι κάθετα αντίθετη στην λογική της ελαστικοποίησης (flexibilization) της αγοράς εργασίας.
 
Το ζητούμενο είναι με ποιον τρόπο μπορούν να διασφαλιστούν πόροι για τη χρηματοδότηση αντίστοιχων προγραμμάτων απασχόλησης.
 
Η χρηματοδότηση  ενός  Ελληνικού New Deal  «απασχόλησης ύστατης προσφυγής» επιβάλλει τη δημιουργία ενός Εθνικού Ταμείου Κοινωνικής Απασχόλησης στο οποίo μπορούν να εισρέουν πόροι από:
 
α) Την αναδιάρθρωση των κονδυλίων του ΕΣΠΑ με δέσμευση μέρους τους στο Εθνικό Ταμείο Κοινωνικής Απασχόλησης.
 
β) Κεφάλαια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων – European Investment Bank ή επίσης από την European Bank for Reconstruction and Development.
 
γ) Τη μείωση των δανειακών υποχρεώσεων της Ελλάδας ώστε να δημιουργηθεί πλεόνασμα ρευστότητας που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί -ύστερα από διαπραγματεύσεις- για τη χρηματοδότηση αλληλέγγυας κοινωνικής εργασίας.
 
δ) Την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής. Ένα μέρος  από τα έσοδα από τη μείωση  της φοροδιαφυγής θα μπορούσαν να στηρίξουν το Εθνικό Ταμείο Κοινωνικής Απασχόλησης. Η συσχέτιση της αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής με τη χρηματοδότηση κοινωνικής εργασίας θα μπορούσε να συνεισφέρει σε μια στρατηγική ιδεολογικού μετασχηματισμού από το ατομιστικό ‘εγώ’ στο συλλογικό και αλληλέγγυο ‘εμείς’, σε μια οικονομία και κοινωνία με περισσότερη απασχόληση και δικαιοσύνη και λιγότερη οικονομική ανισότητα. Αυτός ο στόχος είναι τελικά και η ουσία του θεσμού της «απασχόλησης ύστατης προσφυγής».
 
ε) Ένα Ευρωπαϊκό Σχέδιο Μάρσαλ το οποίο να αφιερώνει κάποιο ποσοστό σε έναν αντίστοιχο φορέα, στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Απασχόλησης στο οποίο να έχει άμεση πρόσβαση το Εθνικό Ταμείο Κοινωνικής Απασχόλησης.  Αυτό το Πανευρωπαϊκό Ταμείο θα μπορούσε να χρηματοδοτείται από ομόλογα που θα εκδίδει η ΕΚΤ, για παράδειγμα.

 
Υπάρχουν παραδείγματα εφαρμογής ανάλογων προγραμμάτων σε άλλες χώρες;
 
Έκτος από το 1933, στις Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποιήθηκε πολύ πρόσφατα, το 2009, ως αντι-υφεσιακό εργαλείο για την αντιμετώπιση της ανεργίας από την Κυβέρνηση Ομπάμα. Την ίδια πολιτική ακολούθησαν και Κίνα, Μεξικό και άλλες χώρες. Το ίδιο ίσχυσε και στις χώρες που επλήγησαν από την Ασιατική Κρίση το 1997. Επίσης, στη Σουηδία και στην Αυστραλία είχε εφαρμοστεί αυτή η πολιτική για δεκαετίες – η ανεργία είχε πέσει στο 2%. Η Χιλή χρησιμοποιεί την ίδια ιδέα με έναν πρωτοποριακό τρόπο. Όταν η ανεργία αυξάνεται πάνω από τον μέσο όρο τον προηγούμενων 3 μηνών, η πολιτική αυτή ενεργοποιείται αυτόματα, δίχως την έγκριση του κοινοβουλίου. Να προσθέσω ότι υπάρχει ανάλογη εμπειρία και στην Ελλάδα, αν και μικρή σε εμβέλεια. Το πρόγραμμα Κοινωφελούς Εργασίας το οποίο θεσμοποιήθηκε επί υπουργίας Εργασίας Λούκας Κατσέλη αποτελεί μία καινοτομία η οποία κινητοποίησε τοπικούς φορείς και εξασφαλίζει την απασχόληση για 55.000 ανέργους προς όφελος της τοπικής κοινωνίας. Με λίγα λόγια, ανήγαγε τη στήριξη ανέργων σε ευκαιρία για απασχόληση και κοινωνική προσφορά. Όμως, το μέγεθος δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του σήμερα.
 
Ποιοι παράγοντες κρίνουν την επιτυχή υλοποίηση αντίστοιχων παρεμβάσεων; Ποια είναι τα αδύνατα σημεία;
 
Πρώτα απ’ όλα, η σωστή  προετοιμασία και η οργανωτική δομή ώστε να διασφαλίζεται διαφάνεια και πλήρης έλεγχος εναντίον διαρροών η πελατειακών συμφερόντων. Επίσης, πολύ σημαντικό είναι να υπάρχει  συμμετοχή σε τοπικό επίπεδο, της τοπικής αυτοδιοίκησης, των εργατικών συνδικάτων και φυσικά των ανέργων, στην επιλογή έργων. Επίσης, χρειάζεται δημοκρατική εποπτεία σε όλα τα σταδία εφαρμογής και αξιολόγησης. Είναι αρκετά τεχνικά θέματα τα όποια έχω αναπτύξει με άλλους συναδέλφους σε μια μελέτη σε συνεργασία με το Παρατηρητήριο του Ινστιτούτου Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (I.N.E.-Γ.Σ.Ε.Ε) και το οποίο είναι αναρτημένο στην ιστοσελίδα του I.N.E.-Γ.Σ.Ε.Ε. 
 
Πάντως, για την Ελλάδα ειδικά αυτήν τη στιγμή, και δεδομένου του πρόσφατου πλαισίου του «Εθνικού Σχεδίου Δράσης» το οποίο εστιάζεται αποκλειστικά στους Νέους, είναι σημαντικό να υπάρχει κατανόηση των χαρακτηριστικών των ανέργων ώστε τα οποιαδήποτε μελλοντικά σχέδια δράσης να ενσωματώνουν αντιπροσωπευτικά κριτήρια στόχευσης και να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των πολιτών της χωράς μας. Το γεγονός ότι η χρηματοδότηση έρχεται από το ΕΣΠΑ με συγκεκριμένες προτεραιότητες δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να κάνουμε αντιπρόταση. 
 
Σήμερα, όπως είναι γνωστό, το ποσοστό ανεργίας έχει ανέλθει σε 26%. Να επισημάνω λοιπόν τα εξής:
 
Πρώτον, το 64% των εγγεγραμμένων ανέργων, δηλαδή η πλειοψηφία, εντοπίζεται στην ηλικιακή ομάδα από 30-54 ετών και, ενώ στους νέους έως 24 ετών τα ποσοστά είναι πολύ υψηλά (57,8%), στην ηλικιακή ομάδα κάτω των 30 αναλογεί το 25,66% των ανέργων. Δεύτερον, το 65,5% των ανέργων αναζητεί εργασία για διάστημα περισσότερο από ένα έτος, δηλαδή είναι μακροχρόνια άνεργοι. Στις γυναίκες, η ανεργία «τρέχει» στο 29, 7%, πολύ υψηλότερο σε σύγκριση με το 23,3% στους άντρες. Επίσης, σε επίπεδο Περιφέρειας, το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται στη Δυτική Μακεδονία 30,1% και στη Στερεά Ελλάδα σε 28,6%. Στα νησιά του Ιονίου βρίσκεται στο 17,2%. Όλα αυτά πρέπει να τα λάβουμε υπόψη στο πλαίσιο ενός σοβαρού σχεδιασμού καταπολέμησης της ανεργίας.
 
Όσον αφορά το πιο είναι το πλέον αδύνατο σημείο, αυτό εξαρτάται από την ιστορική συγκυρία και τις ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας. Στην Ελλάδα, είναι βασική προϋπόθεση για την υλοποίηση της προτεινόμενης πολιτικής απασχόλησης η αποδέσμευση του οικονομικού και κοινωνικού  προγραμματισμού από φορείς συντηρητικών σχημάτων οικονομικής θεωρίας, σκέψης και πολιτικής. Συνεπώς, η υλοποίηση της προτεινόμενης πολίτικης προϋποθέτει την ουσιαστική υπέρβαση του πολιτικού συστήματος από τις κυρίαρχες νεοφιλελεύθερες ιδέες και πρακτικές. Αλλά επίσης χρειάζεται συνοχή οικονομικού προγραμματισμού. Αν δεν αναχαιτιστούν τα προγράμματα λιτότητας και αν δεν υπάρξει ραγδαία αναθεώρηση του προγράμματος διαχείρισης του κρατικού χρέους, από μόνη της η πολιτική του εργοδότη ύστατης προσφυγής δεν μπορεί να ανασυγκροτήσει την οικονομία. Ας ελπίσουμε ότι αυτό θα γίνει κατανοητό και ότι η κοινωνίας μας θα απαιτήσει και θα προωθήσει μια πραγματικά εναλλακτική πορεία.
 
*Η Ράνια Αντωνοπούλου είναι καθηγήτρια Οικονομικών και διευθύντρια του τμήματος έρευνας για την ισότητα των φύλων του Levy Economics Institute of Bard College στη Νέα Υόρκη των ΗΠΑ και συνεργάτης/ερευνήτρια στο Παρατηρητήριο του Ινστιτούτου Εργασίας (Ι.Ν.Ε.-Γ.Ε.Σ.Ε.Ε). Έχει διατελέσει καθηγήτρια Οικονομικής Επιστήμης στο New York University, επισκέπτρια καθηγήτρια στο Barnard College, Columbia University και εμπειρογνώμων στα Ηνωμένα Έθνη και στον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας.