Η χώρα μας έχει εθιστεί σε τόσο πολλές πρωτιές, από την ανάποδη βέβαια, που σχεδόν όλοι μας το θεωρούμε φυσικό και δεν εκπλησσόμαστε. Το έχουμε σαν τη «μοίρα μας» ή «το γραφτό» μας. Πρώτοι στη φτώχεια, πρώτοι στην ανεργία, πρώτοι στη διαφθορά εντός ευρωζώνης. Αυτές οι πρωτιές είναι γνωστές. Αλλά υπάρχει και μια άλλη πρωτιά που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή. Είμαστε οι πρώτοι σε όλη την Ευρώπη που δεν διαβάζουμε εφημερίδα.

Ads

Και ας κάνουμε μια σύγκριση, με στοιχεία που λιγάκι έχουν μπαγιατέψει, αλλά είναι ενδεικτικά. Στη Φινλανδία, στους χίλιους κατοίκους διαβάζουν εφημερίδα οι 548. Στην Ελλάδα, στους χίλιους κατοίκους διαβάζουν μόνο οι 77.

Σήμερα, στη μνημονιακή εποχή, πρέπει οι «εφημεριδάκηδες» να είναι ακόμα λιγότεροι, αλλά δεν έχω υπόψη κάποια πρόσφατη διεθνή έρευνα. Αλλά υπάρχουν στοιχεία για την κυκλοφορία των εφημερίδων που δείχνουν μια ραγδαία πτώση που επιταχύνεται συνέχεια.

Η πρώτη σε κυκλοφορία εφημερίδα «Τα Νέα» πούλησε 25.436 φύλλα (18-23/2/13) από 67.661 που ήταν οι αναγνώστες της το 2006. Αντίστοιχες μειώσεις έχουν υποστεί και οι άλλες εφημερίδες. Κάποιες είναι τόσο χαμηλά που δεν δίνουν στη δημοσιότητα τις κυκλοφορίες τους.

Ads

Η κρίση του Τύπου είναι διεθνής και έχουν δοθεί πολλές ερμηνείες από πάσης φύσεως ειδικούς και μη. Για την κρίση ενοχοποιήθηκαν πολλοί: η τηλεόραση, το Διαδίκτυο, τα free press. Σίγουρα έπαιξαν και αυτά έναν ρόλο.

Αλλά κατά την προσωπική μου άποψη, πρέπει να ψάξουμε τις ρίζες της κρίσης βαθύτερα. Το πρώτο είναι το ιδιοκτησιακό καθεστώς. Στο διεθνές επίπεδο υπάρχουν μεγιστάνες του Τύπου που έχουν χτίσει αυτοκρατορίες και υπηρετούν τα συμφέροντα του αρπακτικού παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου, που υποστηρίζουν κυβερνήσεις-γραφεία δημοσίων σχέσεων των πολυεθνικών.

Η πτωτική πορεία του Τύπου συνέπεσε με την ακμή της κατανάλωσης. Ο καταναλωτής εξοβελίζει από μέσα του τον πολίτη (συμμετοχή στα κοινά) και διαμορφώνει ένα «εγώ» (ατομισμός) που τροφοδοτείται με αναλώσιμα προϊόντα, οπότε δεν του χρειάζεται πληροφόρηση, αλλά διαφημίσεις και φτηνές προσφορές.

Δεν είναι τυχαία η μόδα των προσφορών από εφημερίδες.

Διαφημίζουν στην τηλεόραση όχι το πραγματικό τους εμπόρευμα που είναι τα κείμενα, αλλά τις προσφορές τους και μετατρέπονται σε μικρά κινητά μίνι μάρκετ που αναρτώνται στα περίπτερα.

Η εφημερίδα δεν είναι ένα απλό εμπόρευμα όπως όλα τα άλλα. Θεωρητικά, είναι η εθνική και διεθνική ιστορία μιας μέρας, που μέσα σε αυτή ζούμε, που μας πληροφορεί για την πραγματικότητα και μας δίνει δυνατότητα να σκεφτούμε και να πράξουμε. Και όσο πιο υψηλό είναι το μορφωτικό επίπεδο ενός λαού τόσο υψηλότερες κυκλοφορίες έχουμε. Στις βόρειες χώρες, σχεδόν όλος ο ενεργός πληθυσμός έχει κάθε πρωί την εφημερίδα του στην πόρτα του.

Στην Ελλάδα είναι ελάχιστες οι «καθαρές» εφημερίδες που βγαίνουν από έναν εκδότη-εφημεριδά. Η συντριπτική πλειονότητα εκδίδεται από ισχυρά οικονομικά κέντρα, που εκπροσωπούν συμφέροντα μεγαλοεργολάβων ή εφοπλιστών οι οποίοι πρωτίστως εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους. Φωτεινή εξαίρεση αποτελούσε η παλιά «Ελευθεροτυπία» που, παρά την ένδοξη πορεία της, κατέληξε και αυτή στα χέρια της διαπλοκής, με αβέβαιο μέλλον. Και τα πράγματα περιπλέκονται.

Οι δημοσιογράφοι, με το συνδικαλιστικό τους όργανο, την ΕΣΗΕΑ, αγωνίζονται να κρατηθούν «τα μαγαζιά», ό,τι θεό και να πρεσβεύουν, για να μη χαθούν και άλλες θέσεις εργασίας, σ” έναν κλάδο μιας υποτιθέμενες εργαζόμενης ελίτ, που μαστίζεται από την ανεργία και την προλεταριοποίηση. Ολες οι εφημερίδες είναι ζημιογόνες επιχειρήσεις, όπως και τα άλλοτε κραταιά ραδιόφωνα και τηλεοράσεις. Κι όμως παρά το χάλι τους, όση ζημιά μπορούν να κάνουν, την κάνουν υποστηρίζοντας μνημονιακές και φασίζουσες πολιτικές. Και χάνουν αναγνώστες.

Σε αυτό το πλαίσιο, μια ανεξάρτητη συνεταιριστική εφημερίδα, όπως η δική μας, μοιάζει με παράδοξο για την εποχή της ήττας και της απογοήτευσης. Επιπλέον σε σύγκριση με τις άλλες εφημερίδες με τη μακρόχρονη ιστορία τους και εμπειρία τους, κατόρθωσε το ακατόρθωτο.

Δεν έχει χρέη, δεν έχει αφεντικά, δεν έχει κεφάλαιο και στηρίζεται στην αξία της εργασίας, που η υπεραξία της δεν πηγαίνει στο κεφάλαιο, αλλά στους ίδιους τους εργαζομένους. Και ίσως να είναι ένα εγχείρημα πολύ παραπάνω από ό,τι φανταζόμαστε.

Στην εποχή της καθολικής κρίσης και απαξίωσης της μισθωτής εργασίας, απέδειξε πως το μόνο κεφάλαιο που είναι δικό μας είναι τα χέρια μας. Και αν αυτό το συνδυάσουμε με τα εκατοντάδες άλλα κινήματα στην Ελλάδα που έχουν γίνει με βάση τον συνεταιρισμό, την αλληλεγγύη και την αυτοδιοίκηση, ίσως κάποιος να δει τα πρώτα περιστέρια που έρχονται από το μέλλον.-

[email protected]

To άρθρο δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών