Λένε ότι η πανσέληνος μπορεί να μεταλλάξει έναν άνθρωπο σε λυκάνθρωπο. Στην Αθήνα του 2013 όμως ακόμα και η επιστροφή στο σπίτι με πανσέληνο μπορεί και να μεταλλαχθεί σε… προσαγωγή για οποιονδήποτε πλέον λόγο χάρη στην αυθαιρεσία και τον παραλογισμό της ελληνικής αστυνομίας. Στην προκειμένη περίπτωση αφορμή ήταν η δήθεν χρήση/ κατοχή ναρκωτικών. Το… παράπτωμα, ήταν η πρόθεση μου να κόψω δρόμο από Κάνιγγος για να βγω Θεμιστοκλέους και εν τέλει σπίτι μου. Στην Κάνιγγος βρεθήκαμε την ίδια χρονική στιγμή και εντελώς τυχαία μια μεικτή ομάδα ατόμων αντιμέτωποι με την ελληνική αστυνομία η οποία καταχωρώντας μας όλους αυθαιρέτως σε χρήστες ναρκωτικών και λοιπά «αντιαισθητικά»για την κοινωνική τάξη και ασφάλεια στοιχεία, αποφάσισε τη μεταφορά μας στο τμήμα Ομονοίας για μια φαρσοκωμωδία εξακρίβωσης στοιχείων που ουδέποτε έλαβε χώρα.

Ads

Πλατεία Κάνιγγος 22:30 περίπου. Περνώντας ακούω μια κοπέλα να φωνάζει «Μπάτσοι, μπάτσοι» και γυρίζω το κεφάλι μου προς την κατεύθυνση για να δω από που έρχονται. Πριν προλάβω να αποφασίσω να συνεχίσω το δρόμο μου προς Εξάρχεια καταφτάνουν από την άλλη πλευρά του δρόμου μηχανές με αστυνομικούς και μας κλείνουν το δρόμο με την προσταγή να μη φύγει κανείς. Όλοι στο τμήμα. Από παντού ακούγονταν ένα συνονθύλευμα από αντιδράσεις των παρισταμένων, τις προσταγές των αστυνομικών και τις συνομιλίες τους με το τμήμα Ομονοίας στο οποίο ανέφεραν το περιστατικό και την πρόθεση τους να μας μαζέψουν όλους και να μας φέρουν από κει. Κάτι ακούστηκε για ταυτότητες, να γίνει εξακρίβωση στοιχείων στον τμήμα. Ματαίως πλησίασα δυο τρεις από αυτούς να τους εξηγήσω ότι επιστρέφω σπίτι μου, όπως έχει το δικαίωμα να κάνει οποιοσδήποτε πολίτης αυτής της χώρας και ότι είναι παράλογο να πρέπει να καταλήξω στο τμήμα για εξακρίβωση. Παρότι είχα μαζί μου ταυτότητα αρνήθηκαν να κάνουν οποιαδήποτε εξακρίβωση στοιχείων, ισχυριζόμενοι ότι δεν είναι αυτοί οι αρμόδιοι γι’ αυτό και ότι η εξακρίβωση θα γίνει αλλού, σπρώχνοντας ταυτόχρονα τον κόσμο να παραταχθεί σε δυάδες και να τους ακολουθήσει στα περιπολικά.
 
Οποιαδήποτε προσπάθειά μου επικαλούμενη του (ορθού) λόγου το αληθές ότι είναι παράλογο και παράνομο να θέλω να επιστρέψω σπίτι μου και αντ’αυτού να καταλήγω στο τμήμα χωρίς αιτία και αφορμή για εξακρίβωση στοιχείων, είχε απλά σαν αποτέλεσμα να μπω στο περιπολικό της ελληνικής αστυνομίας μαζί με άλλους δυο κυρίους που επίσης ισχυρίζονταν ότι πήγαιναν να πάρουν το λεωφορείο για το σπίτι. Στο περιπολικό κάλεσα την αδερφή μου για να την ειδοποιήσω να μη με περιμένει στο σπίτι για φαγητό. Στο δρόμο από το γραφείο αποφάσισε αυθαίρετα η ελληνική αστυνομία την παραμονή μου για άγνωστο χρονικό διάστημα στο αστυνομικό τμήμα Ομονοίας.
 
Φτάνοντας στο τμήμα μας παρέταξαν έξω μέχρι να μαζευτούμε όλα τα «κακοποιά στοιχεία» και μάλιστα με αυστηρή σειρά πίσω από μια νοητή γραμμή που έβλεπαν μόνο αυτοί. Επικράτησε φασαρία, πάνω στην οποία πλησιάζω έναν ακόμα αστυνομικό για να του εξηγήσω τον παράλογο της κατάστασης. «Και γιατί κόβεις ρε κοπελιά βόλτες στην Ομόνοια;» μου λέει. «Δεν καταλαβαίνω την ερώτηση» του λέω και επαναλαμβάνω για πολλοστή φορά ότι γυρίζω σπίτι μου από τη δουλειά μου από όποιον δρόμο θέλω και δεν νοείται να με σέρνουν στο τμήμα βραδιάτικα επειδή έτσι το αποφασίσανε οι συνάδελφοί του. Προφανώς, σύμφωνα με την (παρα)λογική της ελληνικής αστυνομίας πρέπει εφεξής να της δίνουμε ειδική ενημέρωση για τους δρόμους στους οποίους πρόκειται να κινηθούμε και αντιστοίχως να λαμβάνουμε ειδική άδεια για οποιαδήποτε κίνηση.
 
Το άκουσμα της δουλειάς μου, ωστόσο, φάνηκε να προβλημάτισε το συγκεκριμένο αστυνομικό, διότι λίγα λεπτά αργότερα τον είδα να συνομιλεί με συνάδελφό του δείχνοντας προς την κατεύθυνση μου λέγοντας «Τι τη φέρατε την κοπελιά εδώ; Είναι δημοσιογράφος».
 
«Έλα μαζί μου» μου είπε και ανεβήκαμε στο δεύτερο «απορώντας» και ο ίδιος με τους συναδέλφους του που με φέρανε ως το τμήμα. «Μα καλά δεν είναι καθόλου φυσιογνωμιστές;» απόρησε που δεν με αναγνωρίσανε οι συνάδελφοί τους ως «καλή κοπέλα». Μπήκαμε στο γραφείο του υπαξιωματικού στον οποίο ανέφερε το περιστατικό γελώντας με την ανοησία των υπολοίπων, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι φαίνομαι ότι δεν είμαι «κορίτσι για κλούβα». «Θα τη βάζανε στην κλούβα την κοπέλα» είπε. «Οι συνάδελφοί σας μάλλον είχαν αντίθετη άποψη» του είπα αφήνοντας την ταυτότητά μου στο γραφείο.
 
Η περίφημη εξακρίβωση για την οποία αυθαίρετα και παράνομα με έσυραν ως εκεί, δεν έγινε ποτέ. Όπως την άφησα την ταυτότητα έτσι και την πήρα κι έφυγα χωρίς να δείξω καν δημοσιογραφική ταυτότητα. Προφανώς η εμφάνισή μου και μόνο ως μη «κοπέλας για κλούβα» τους έπεισε. Κατεβαίνοντας με ρωτάει ο ίδιος αστυνομικός που με ανέβασε, τι δημοσιογράφος είμαι. «Για την τηλεόραση» του λέω. «Δε το κάνεις θέμα;» μου προτείνει σε μια προσπάθεια να δείξει το καλό πρόσωπο της ελληνικής αστυνομίας ή να καλύψει το κακό της. «Σε φέρνουν εδώ ενώ είχες επάνω σου ταυτότητα, δε γίνεται αυτό το πράγμα» και μου επέδειξε το δρόμο για να φύγω αφήνοντας πίσω μου εκείνους που επέμεναν ότι βρέθηκαν τη λάθος στιγμή στο λάθος μέρος όπως και εγώ, η δημοσιογράφος.
 
Φεύγοντας θυμήθηκα ότι λίγο πριν φτάσω από το σημείο της «συνάντησης» με την ελληνική αστυνομία στην Κάνιγγος, πέρασε από δίπλα μου και από δίπλα από όλους τους υπόλοιπους ένας πατέρας που είχε στους ώμους του το κοριτσάκι του. Κάτι του έλεγε η μικρή, κάτι της είπε κι αυτός, πέρασε από μπροστά μας και έφυγε. Φτηνά τη γλίτωσε.
 
Η Ελένη Κωνσταντινίδου είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα