Έτος 2026. Η ΔΑΜΑΡ, έπειτα από δυο διαδοχικούς εκλογικούς θριάμβους, κυβερνά τον τόπο για έξι συναπτά έτη. Η χώρα και οι πολίτες της έχουν μεταρρυθμιστεί ολοκληρωτικά. Εφτά εκατομμύρια Έλληνες (τα υπόλοιπα τέσσερα θυσιάστηκαν στο βωμό του αναγκαίου εκσυγχρονισμού) ζουν ευτυχισμένοι, μορφωμένοι, καλλιεργημένοι και πλούσιοι (οι ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως αυτές που αναφέρονται παρακάτω, υπάρχουν για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα).

Ads

Η ολοκαίνουργια Porsche Cayenne κυλούσε στην τεράστια και ολοκαίνουργια εθνική οδό με τη χάρη ενός παιχνιδιάρικου δελφινιού. Το ταξίδι ήταν κάτι παραπάνω από ευχάριστο. Ο καιρός υπέροχος, η διάθεση όλων εξαιρετική. Ο αρχηγός της οικογένειας, Πέτρος Καράς, πολιτευτής της ΔΑΜΑΡ και καθηγητής οικονομικών στο πανεπιστήμιο Αθηνών, δυνάμωσε την ένταση της μουσικής. Ο αγαπημένος του Σοστακόβιτς τον ηρεμούσε, κάθε που τον άκουγε εκστασιαζόταν, ένιωθε να γεμίζει με την αταραξία ενός βουδιστή μοναχού. Άρχισε να χτυπάει τα δάχτυλά του στο τιμόνι, ακολουθώντας το ρυθμό της μουσικής.

–Πατέρα, σας παρακαλώ, όχι άλλο Σοστακόβιτς, διαμαρτυρήθηκε η κόρη του, η τετράχρονη Ερμιόνη, που καθόταν στο πίσω κάθισμα παρέα με τον εξάχρονο αδελφό της, τον Αχιλλέα. Βάλτε Σούμπερτ. Ή, αν δεν θέλετε Σούμπερτ, βάλτε Βάγκνερ.

Ο Πέτρος ακούμπησε τον δείκτη του δεξιού του χεριού στην οθόνη αφής του στερεοφωνικού, κι αφού το κούνησε κάμποσες φορές δεξιά και αριστερά, από τα ηχεία του αυτοκινήτου άρχισε να ακούγεται το «Μέγα εορταστικό εμβατήριο» του Βάγκνερ. Ύστερα κοίταξε την Ερμιόνη από τον καθρέφτη και της χαμογέλασε. Σχεδόν αμέσως άρχισε πάλι να χτυπάει τα δάχτυλά του στο ρυθμό της μουσικής. Η διάθεσή του ήταν τόσο καλή που ακόμη και ο Βάγκνερ, τον οποίον ποτέ δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα, τώρα του φαινόταν θεσπέσιος.

Ads

Κοίταξε πάλι από τον καθρέφτη: η Ερμιόνη έκανε εξάσκηση στα αρχαία ελληνικά της διαβάζοντας την «Απολογία του Σωκράτους», ενώ ο Αχιλλέας συνομιλούσε μέσω του υπολογιστή του με έναν καθηγητή του MIT, για το σχέδιο ενός διαστημοπλοίου, το οποίο τους είχε στείλει προς αξιολόγηση την προηγούμενη εβδομάδα. Μάλιστα, μολονότι δεν άκουγε όλη τη συνομιλία, ο Πέτρος ήταν βέβαιος πως ο Αχιλλέας είχε στριμώξει τον καθηγητή. «Ο μικρός έχει μέλλον. Σε λίγα χρόνια τον βλέπω υπουργό. Έχει έφεση στην καινοτομία και τη μεταρρύθμιση», μονολόγησε μέσα του. 

Βαρέθηκε να οδηγεί και πάτησε το κουμπί του αυτόματου πλοηγού. Έγειρε το κάθισμά του λίγο πίσω και κοίταξε την Μαίρη (μέλος της ΔΑΜΑΡ κι εκείνη), τη σύζυγό του, η οποία συνομιλούσε μέσω του υπολογιστή τού αυτοκινήτου με την αδερφή της (επίσης μέλος της ΔΑΜΑΡ), η οποία είχε επιλέξει να περάσει τις διακοπές του Πάσχα στη μακρινή Λαπωνία. Ως συνήθως, συζητούσαν για λογοτεχνία. Είχαν πάθος και οι δυο τους με τη λογοτεχνία.

Αυτή τη φορά συζητούσαν για έναν Λάπωνα λογοτέχνη, τον οποίον η αδερφή της Μαίρης θεωρούσε κορυφαίο ταλέντο. Μα η Μαίρη δεν συμφωνούσε διότι, σύμφωνα με αυτά που έλεγε στην αδερφή της, η γραφή του ήταν μονοδιάστατη και, σε ορισμένες εκφάνσεις της, ανέμπνευστη.

Τελικά, συμφώνησαν ότι δεν διαφωνούν. Απλώς, επειδή η αδερφή τής Μαίρης γνώριζε Λαπωνέζικα και τον διάβαζε από το πρωτότυπο κείμενο, ενώ η Μαίρη τον διάβαζε από μεταφρασμένο, αντλούσαν διαφορετικά συμπεράσματα. Η Μαίρη, που γνώριζε 13 γλώσσες και ήταν κάτοχος δυο μεταπτυχιακών και τριών διδακτορικών, υποσχέθηκε στην αδερφή της ότι θα μάθει κι αυτή Λαπωνέζικα και τότε θα συζητήσουν το θέμα ξανά.

–Έχω λίγο άγχος για τη μαγειρίτσα, είπε η Μαίρη, όταν τελείωσε τη συνομιλία με την αδερφή της. Δεν ξέρω αν θα βγει καλή.
Ο Πέτρος άπλωσε το χέρι του και τη χάιδεψε στο μηρό.

–Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς. Ο σεφ που μας έδωσε τη συνταγή είναι κορυφαίος και, μέχρι να επιστρέψει στην Ελλάδα για να βοηθήσει στη μεταρρύθμισή της, διέπρεπε στην Ευρώπη. Άσε που είναι από τα ιδρυτικά μέλη του κόμματος. Όλα συνηγορούν στο ότι η μαγειρίτσα του θα είναι τέλεια.

–Δεν διαφωνώ, αλλά ένα άγχος το έχω. Δεν ξέρω αν ο αστακός, το χέλι, η σάλτσα δαμάσκηνου, ο χυμός παπάγιας και το λιαστό αβοκάντο θα ταιριάζουν. Τέλος πάντων, εφόσον μας το πρότεινε ο σεφ… Στο κάτω-κάτω, ας δοκιμάσουμε και μια διαφορετική μαγειρίτσα.  

Ο Πέτρος την χάιδεψε πάλι απαλά στο μηρό. Συμμεριζόταν την ανησυχία της. Κι αυτός, όταν οι μεταρρυθμίσεις ήταν στα σπάργανα, πολλές φορές αναρωτήθηκε αν έχουν δίκιο ή άδικο. Μα τώρα πια, που η ζωή τους είχε δικαιώσει πέρα ως πέρα, ήταν απολύτως βέβαιος:

Η μαγειρίτσα της θα γινόταν τέλεια. Αλλά ακόμη κι αν δεν ήταν, μικρό το κακό. Διότι το κύριο ζητούμενο ήταν να εκσυγχρονιστούν. Δεν ήταν δυνατόν να εξακολουθούν να τρώνε ένα τόσο μπανάλ φαγητό όπως η μαγειρίτσα, στο οποίο κολυμπούσαν πατσές, άντερα και πόδια ζώων. Έλεος. Έχει και ο πρωτογονισμός τα όριά του.

Καμιά ώρα αργότερα η ολοκαίνουργια Cayenne πέρασε τα σύνορα του νομού Ηλείας. Ο Πέτρος χαμογέλασε. Κάθε που προσέγγιζε τον τόπο των γονιών του, το μέρος όπου πέρασε πολλά από τα καλοκαίρια των παιδικών του χρόνων αισθανόταν την αδρεναλίνη του να αναβλύζει. Έριξε το βλέμμα του έξω, στα χωράφια, όπου ευτυχισμένες αγελάδες έβοσκαν παρέα με ευτυχισμένα αρνιά, ζαρκάδια και αντιλόπες.

Ξάφνου, κι ενώ απολάμβανε την ολάνθιστη φύση, λίγες δεκάδες μέτρα πιο μπροστά είδε μια ταμπέλα, η οποία έγραφε «ΚΑΤΣΙΚΑΝEΪΚΑ 5 χιλιόμετρα». Συνοφρυώθηκε μεμιάς. Χίλιες φορές είχε πει στους συγχωριανούς του να αλλάξουν το όνομα του χωριού, να το εξευγενίσουν. Δεν είναι δυνατόν, τους είχε πει, η Ελλάδα να είναι πρότυπο ανάπτυξης σε όλη την υφήλιο και εμείς να έχουμε χωριό που ονομάζεται «Κατσικανέικα».

Ντροπή. Όνειδος και για τον τόπο και για τη χώρα. Τίποτα, οι άξεστοι κάτοικοι των Κατσικανέικων αρνούνταν πεισματικά να το αλλάξουν. «Μπουρτζόβλαχοι και υπανάπτυκτοι», μούγκρισε εκνευρισμένος.

Για να ξεπεράσει τον εκνευρισμό του απενεργοποίησε τον πλοηγό κι έπιασε το τιμόνι. Όμως, όσο επίμονοι ήταν οι κάτοικοι των Κατσικανέικων άλλο τόσο ήταν κι αυτός. Αργά ή γρήγορα το χωριό θα μετονομαζόταν σε «Γκοατέϊκα».

Αυτό το όνομα τους είχε προτείνει, αλλά οι αγροίκοι δεν το αποδέχθηκαν. Και να πεις ότι δεν τους εξήγησε, κάθε άλλο. Goat, τους είχε πει, λέγεται η κατσίκα στα αγγλικά. Δηλαδή, δεν θα αλλάξετε όνομα στο χωριό σας, απλώς, θα το εξευρωπαΐσετε. Εις μάτην.

Πολλές φορές το είχε σκεφθεί, αλλά τώρα το αποφάσισε οριστικά. Αμέσως μόλις γύριζε στην Αθήνα θα τηλεφωνούσε στο γραμματέα της ΔΑΜΑΡ, που ήταν προσωπικός του φίλος, και θα τους το επέβαλλαν. Αρκετά με τη δημοκρατία.

Η δημοκρατία είναι καλή και χρήσιμη όταν έχεις να κάνεις με συνειδητοποιημένους πολίτες και όχι με απολίτιστους κάφρους.

Λίγα λεπτά αργότερα έφθασαν στο χωριό. Ο Πέτρος παρκάρισε το αυτοκίνητο έξω από την πλατεία με τα πλατάνια και κατέβηκε. Τεντώθηκε να ξεπιαστεί κι αφού τράβηξε μερικές βαθιές ανάσες, για να γεμίσει τα πνευμόνια του με τον καθαρό αέρα του χωριού, κατευθύνθηκε στο πορτμπαγκάζ, το άνοιξε και έβγαλε μια μεγάλη ανθοδέσμη από τουλίπες και ορχιδέες.

Κατόπιν, έκανε νόημα στους δικούς του να τον ακολουθήσουν και προχώρησαν όλοι μαζί μέχρι τη μέση της πλατείας, όπου βρισκόταν η προτομή του μεγάλου Έλληνα πολιτικού και ιδρυτή της ΔΑΜΑΡ, Φώτη Καρβέλη.

Βαθύτατα συγκινημένος, σχεδόν βουρκωμένος, άφησε την ανθοδέσμη στο έδαφος και διάβασε δυνατά την επιγραφή που βρισκόταν στη βάση της προτομής: «Ο άνθρωπος που γκρέμισε τον λαϊκισμό. Ο αριστερός της ευθύνης. Ο πολιτικός που, με τη σκληρή διαπραγματευτική του στάση, άλλαξε την πορεία της Ελλάδας και της Ευρώπης». 

Ολοκλήρωσαν την κατάθεση στεφάνου και ο Πέτρος, αφού πρώτα βοήθησε να κουβαλήσουν τα μπαγκάζια τους στο σπίτι, κατευθύνθηκε στην μπουτίκ κρεάτων του χωριού, για να δει εάν έχουν ετοιμάσει τα όσα είχε παραγγείλει τηλεφωνικώς. Μπαίνοντας μέσα είδε τον κύριο Απόστολο, τον ιδιοκτήτη του καταστήματος, να διαβάζει αφοσιωμένος.
 –Καλησπέρα, κύριε Απόστολε. Τι διαβάζεις;

–Καλησπέρα, έκανε ξαφνιασμένος ο κύριος Απόστολος και σηκώθηκε κατευθείαν όρθιος. Το τελευταίο μυθιστόρημα του Χομεϊνίδη. Το έχετε διαβάσει;
– Όχι, αλλά θα το διαβάσω σύντομα. Ποιος είναι ο τίτλος του;

–«Η ζωή εν μνημονίω». Περιγράφει τα όσα είχε τραβήξει εκείνη την περίοδο. Είναι συγκινητικό. Αν δεν υπήρχε αυτός και μερικοί ακόμη θαρραλέοι πνευματικοί άνθρωποι, θα μας είχε πνίξει ο λαϊκισμός.

–Μα ακόμη με τα μνημόνια ασχολείται ο Χομεϊνίδης;  Ένας αιώνας έχει περάσει από τότε. Τέλος πάντων, παρότι το θέμα με κουράζει, θα τον διαβάσω. Άλλωστε ο Χομεϊνίδης είναι από τα ιδρυτικά μέλη του κόμματος και του οφείλουμε όλοι ευγνωμοσύνη. Στα δικά μας τώρα. Είναι έτοιμα τα πράγματά μου;

–Όλα, κύριε Πέτρο. Μισό λεπτό να σας τα φέρω, κι έφυγε τρέχοντας.

Δυο λεπτά αργότερα ο κύριος Απόστολος επέστρεψε κρατώντας δυο σούβλες, μια μικρή στην οποία ήταν περασμένο το σουσιρέτσι, και μια μεγάλη στην οποία ήταν περασμένη η αντιλόπη.

Ο Πέτρος τα περιεργάστηκε για λίγο με τα μάτια κι ύστερα χαμογέλασε ευχαριστημένος.
–Φρέσκα μου φαίνονται.
–Μόνο φρέσκα, κύριε Πέτρο. Το σούσι μυρίζει θάλασσα. Να, μυρίστε, και του έφερε τη σούβλα με το σουσιρέτσι δίπλα στη μύτη του. Κι η αντιλόπη ολόφρεσκη είναι, χθες βράδυ την έσφαξα.

–Εντάξει, εντάξει, έκανε ο Πέτρος. Ξέρω ότι είσαι ευσυνείδητος επαγγελματίας. Άλλωστε, αν δεν ήσουν, δεν θα ψήφιζες ΔΑΜΑΡ αλλά ΞΥΡΙΖΑ, κι έβαλαν κι οι δυο τα γέλια.

Γέλασαν με την καρδιά τους οι σύντροφοι. Όμως, κάποια στιγμή, ο κύριος Απόστολος σταμάτησε απότομα και κοίταξε τον Πέτρο με ένα ύφος περίεργο.  
–Κύριε, Πέτρο, θέλω να σας εξομολογηθώ κάτι. Ξέρετε πόσο σας εκτιμώ.

Όπως, επίσης, ξέρετε πόσο εκτιμώ το κόμμα και τι αγώνες έχω κάνει για να επικρατήσει. Δεν χρειάζεται να σας υπενθυμίσω ότι ήμουν ο πρώτος που μεταρρυθμίστηκε σε αυτό το χωριό. Αλλά, δυστυχώς, ήμουν και ένας από τους ελάχιστους. Οι κάτοικοι του χωριού αυτού είναι ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Ενώ παρήγγειλα 500 κιλά σούσι και άλλα τόσα σπιρουλίνα, ελπίζοντας ότι όλοι θα αντικαταστήσουν το κοκορέτσι με το σουσιρέτσι, διαψεύστηκα οικτρά. Ελάχιστοι μου παρήγγειλαν.

Και να πεις ότι δεν το πάλεψα; Μέχρι επιστημονική ανάλυση τους έκανα για τις θεραπευτικές ιδιότητας της σπιρουλίνας. Ρε σεις, τους είπα, τα σπληνάντερα είναι τίγκα στη χοληστερίνη. Ενώ το σουσιρέτσι, που είναι φτιαγμένο αποκλειστικά από σούσι και σπιρουλίνα, είναι φάρμακο. Θα τρώτε κι αντί να τρέχετε στους γιατρούς, όπως κάνετε κάθε φορά που τρώτε κοκορέτσι, θα σφύζετε από υγεία.

Το ίδιο έπαθα με τις αντιλόπες. Ενώ φρόντισα να φέρω, όπως ακριβώς με είχατε συμβουλέψει, ένα σωρό από δαύτες, σχεδόν όλοι μου παρήγγειλαν αρνιά και κατσίκια. Και να πεις ότι δεν τους το είπα· χρυσούς τους έκανα. Αλλά αυτοί, τίποτα.

Ρε καλοί μου, να τους λέω, τα αρνοκάτσικα είναι μπανάλ, πρέπει να εκσυγχρονιστείτε. Στου κουφού την πόρτα, κύριε Πέτρο μου. Κανείς τους δεν ήθελε να ακούσει. Το δίχως άλλο ανεπρόκοποι. Όμως, κύριε Πέτρο μου, αν δεν πουλήσω το σούσι, τη σπιρουλίνα και τις αντιλόπες καταστράφηκα.

Το πρόσωπο του Πέτρου σκλήρυνε. Μισόκλεισε τα μάτια και έσμιξε τα χείλη· το χρώμα του έγινε άσπρο, ίδιο με αυτό του μεταξωτού πουκαμίσου του. Το ήξερε. Ήξερε ότι οι κάτοικοι αυτού του χωριού είναι αγροίκοι και δεν είχαν καμία διάθεση να εκσυγχρονιστούν και να εξευρωπαϊστούν. Όμως, το να μην θέλουν να αντικαταστήσουν το κοκορέτσι με το σουσιρέτσι και το αρνί με την αντιλόπη ήταν σαν να τον έφτυναν κατάμουτρα. Όχι, αυτό δεν θα το ανεχόταν.

–Άκουσε, κύριε Απόστολε, γράψε σ’ ένα χαρτί αυτά που θα σου μείνουν, κι έλα το βράδυ να με βρεις. Θα βρούμε έναν τρόπο για να αποζημιωθείς. Κι όλα αυτά νόμιμα. Διότι εμείς δεν είμαστε διεφθαρμένοι. Θα φροντίσω να σε εντάξω σε κάποιο πρόγραμμα ΕΣΠΑ.

–Ευχαριστώ πολύ, κύριε Πέτρο. Ήμουν σίγουρος ότι δεν θα με αφήνατε να καταστραφώ.
Ο Πέτρος χαμογέλασε και τον χτύπησε φιλικά στον ώμο.

–Αλίμονο, κύριε Απόστολε. Αν δεν προσέξουμε τους συντρόφους της ευθύνης, ποιους θα προσέξουμε; Όποιος αγωνίζεται για τον εκσυγχρονισμό και τη μεταρρύθμιση θα ανταμείβεται. Μόνο μια χάρη: Αυτό για το ΕΣΠΑ… να μείνει μεταξύ μας. Υπάρχουν κακοήθεις οι οποίοι θα σπεύσουν να μας κατηγορήσουν ότι εξυπηρετούμε ημετέρους.
–Μείνετε ήσυχος. Τάφος…

Ο Πέτρος έφυγε από την μπουτίκ κρεάτων προβληματισμένος. Χρόνια το πάλευε να εκσυγχρονίσει το χωριό του κι αυτό αρνιόταν πεισματικά. Κι αυτό τον βάραινε, του πλήγωνε τον εγωισμό και την αυτοπεποίθηση. Μα πάνω απ’ όλα ήταν πεπεισμένος ότι το έκαναν για να του εναντιωθούν.

Διότι ήταν απολύτως βέβαιος, πως αν δοκίμαζαν το σουσιρέτσι θα υπέκυπταν όλοι στη γευστική του γοητεία. Το ίδιο και με την αντιλόπη. Όλες οι έρευνες, τις οποίες φρόντισε να τις κοινοποιήσει και στον τελευταίο κάτοικο του χωριού, συμφωνούσαν ότι το κρέας της είναι πιο νόστιμο και πιο υγιεινό από του αρνιού. Τίποτα, οι μπουρτζόβλαχοι δεν πείθονταν.

Όμως ο Πέτρος Καράς δεν ήταν από τους ανθρώπους που το έβαζαν εύκολα κάτω. Θα συγκρουόταν με την οπισθοδρόμηση και το λαϊκισμό μέχρι τελικής πτώσης.

Τάχυνε το βήμα του και σε λίγα λεπτά έφτασε στο κεντρικό καφενείο. Το πρώτο σοκ το εισέπραξε αμέσως μόλις μπήκε μέσα. Από τα ηχεία ακουγόταν Ζαγοραίος. Μεμιάς ένιωσε την οργή του να φουντώνει, η τόση παρακμή, η τόση οπισθοδρόμηση τον χτύπησε κατακούτελα.

Αγριοκοίταξε τον καφετζή, ο οποίος, αμέσως μόλις αντιλήφθηκε το παγωμένο βλέμμα του, έβγαλε κατευθείαν τον Ζαγοραίο και έβαλε ένα cd του Βιβάλντι. Ο Πέτρος ηρέμησε προσωρινά και άρχισε να εξερευνά το καφενείο και τους θαμώνες του. Όσα περισσότερα έβλεπε τόσο περισσότερο εκνευριζόταν. Άξεστοι μουστακαλήδες έπιναν φραπέδες, κάπνιζαν σαν τσιμινιέρες και χαρτόπαιζαν ασύστολα.

Με το ζόρι κρατήθηκε για να μην τους περάσει όλους γενεές δεκατέσσερις. Ευτυχώς, κάποια στιγμή εντόπισε τον πρόεδρο της τοπικής οργάνωσης της ΔΑΜΑΡ, που έπαιζε τάβλι, βρίζοντας και μουντζώνοντας συνεχώς τον αντίπαλό του, και του έκανε νόημα να βγουν έξω.

Ο πρόεδρος τον ακολούθησε με σκυμμένο το κεφάλι, κι αφού εισέπραξε έναν περιποιημένο εξάψαλμο για την άθλια εικόνα που παρουσίαζε τόσο το καφενείο όσο και ο ίδιος, με πεσμένα τα αυτιά και κομμένα τα φτερά, επέστρεψε πάλι μέσα.

Ο Πέτρος, όταν κατάφερε να ηρεμήσει από τα όσα είχε δει, έφυγε με προορισμό το σούπερ μάρκετ του χωριού. Δυστυχώς, κι εκεί τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του χωριού εξακολουθούσαν να αγοράζουν αυγά κότας και κόκκινη βαφή. Τα βαμμένα σε διάφορες τιρκουάζ αποχρώσεις αυγά άγριου ορτυκιού, που ο ίδιος είχε υποχρεώσει τον ιδιοκτήτη του σούπερ μάρκετ να παραγγείλει, παρέμεναν στοιβαγμένα χωρίς να τα αγοράζει κανείς.

Ανάθεμα κι αν, όπως του είπε ο ιδιοκτήτης, είχε πουλήσει μια δωδεκάδα από δαύτα. Όλοι οι κάτοικοι επέμεναν να αγοράζουν τα ίδια μπανάλ προϊόντα. Αντί για τα εμφιαλωμένα γαλλικά κρασιά, προτιμούσαν τα κρασιά που παρασκεύαζαν οι ίδιοι. Αντί για το εξαίσιο ιταλικό τυρί μασκαρπόνε ή το εξίσου εξαίσιο γαλλικό τυρί καμαμπέρ, προτιμούσαν τη μυτζήθρα και το κεφαλοτύρι.

Το ηθικό του Πέτρου είχε αρχίσει να κλονίζεται. Δεν ήταν αιθεροβάμων, ήξερε ότι το έργο τού εκσυγχρονισμού του χωριού δεν θα ήταν εύκολο. Όμως, δεν περίμενε την τόση αντίδραση, την τόση απόρριψη. Ήλπιζε ότι έστω ένας μικρός αριθμός θα ενέδιδε στη σαγήνη του εκσυγχρονισμού και της μεταρρύθμισης. Δυστυχώς, οι προσδοκίες του διαψεύδονταν για μια ακόμη φορά.

Πλήρως απογοητευμένος πήρε το δρόμο για το βιβλιοπωλείο του χωριού. Όμως, στα μισά του δρόμου το μετάνιωσε και αποφάσισε να γυρίσει στο σπίτι του. Εφόσον οι κάτοικοι του χωριού αρνούνταν να υιοθετήσουν τα πιο απλά, όπως το σουσιρέτσι και την κλασική μουσική, αποκλείεται να είχαν υιοθετήσει τον Εμπειρίκο, τον Ναμπόκοφ και τον Κάφκα.
Μπήκε στην αυλή του σπιτιού του και κάθισε στην αγαπημένη του κουνιστή πολυθρόνα.

Άναψε ένα πούρο, τράβηξε μια γεμάτη ρουφηξιά και φύσηξε τον καπνό με δύναμη. Οι απολίτιστοι συγχωριανοί του τού είχαν χαλάσει για μια ακόμη φορά τη διάθεση. Μα ο Πέτρος Καράς ήταν σκληρό καρύδι.

Ο αγώνας για τη μεταρρύθμιση, την πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ποτέ δεν ήταν. Μα ήταν σίγουρος πως στο τέλος, οι δυνάμεις της οπισθοδρόμησης και του λαϊκισμού, παρά τη λυσσαλέα τους άμυνα και τις πρόσκαιρες νίκες τους, θα ηττούνταν.  Κι όχι μόνο θα ηττούνταν, αλλά η ήττα τους θα ήταν απόλυτη και συντριπτική. Διότι το μέλλον ήταν η μεταρρύθμιση και ο εκσυγχρονισμός. Το μέλλον ήταν ο Πέτρος Καράς.-