Καλώς ήρθατε στο σώμα μου. Καθίστε άνετα. Από εδώ και πέρα θα έχουμε το ίδιο δέρμα, την ίδια σπονδυλική στήλη, το ίδιο νευρικό σύστημα. Να τα πόδια μας: όποτε αντιληφθούν αυτοκίνητο της αστυνομίας, νιώθουν την ανάγκη να τρέξουν. Να τα χέρια μας: πάντα σφιγμένα όταν ακούμε πολιτικούς να μιλούν για καλύτερη φύλαξη των συνόρων, περισσότερους ελέγχους ταυτοτήτων, επιτάχυνση των διαδικασιών απέλασης, λαθρομετανάστες. Να και τα δάκτυλά μας, που πρόσφατα έγραψαν μιαν ανοικτή επιστολή προς την Σουηδή υπουργό δικαιοσύνης Μπέατρις Ασκ (BeatriceAsk), αφού υπερασπίστηκε στο ραδιόφωνο την ανάγκη για «φυλετικό εντοπισμό» των  επιβατών στον υπόγειο της Στοκχόλμης. Στις 7 Μαρτίου, απευθυνόμενη στο εθνικό ακροατήριο, η υπουργός είπε τα εξής: «το ζήτημα της απορίας “μα γιατί να ρωτήσουν εμένα;” είναι φυσικά πολύ υποκειμενικό».Χαρακτήρισε έτσι εμμέσως υπερβολικές τις αντιδράσεις για την προτίμηση της αστυνομίας προς ανθρώπους με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά -και παράλογη την οργή τους. Συνέχισε στο ίδιο ύφος λέγοντας «υπάρχουν μερικοί που έχουν ήδη καταδικαστεί στο παρελθόν και θεωρούν πως όλο αυτούς ενοχλεί η αστυνομία. Από την άλλη δεν μπορείς να πεις αν κάποιος έχει παραβεί τον νόμο μόνο και μόνο από την εξωτερική του εμφάνιση».

Ads

Ήταν μια ενδιαφέρουσα επιλογή λέξης αυτό το «καταδικαστεί». Πολύ αποκαλυπτική. Αυτό ακριβώςείμαστε: ένοχοιμέχρι αποδείξεως του εναντίονΕμείς, οι Σουηδοί που δεν ταιριάζουμε με το ξεπερασμένο στερεότυπο του πώς είναι ένας Σουηδός -ξανθός και γαλανομάτης. Εμείς, που οι προσωπικές μας εμπειρίες μας μάς κάνουν να αμφισβητούμε την παγκόσμια φήμη πως αυτή η χώρα είναι ο παράδεισος της ισότητας των ευκαιριών.
 
Θυμόμαστε βλέπετε τους εξευτελισμούς και τις προσβολές.

  • Είμαστε 6 ετών και πηγαίνουμε προς τον έλεγχο διαβατηρίων με τον μπαμπά. Τα χέρια του είναι ιδρωμένα· καθαρίζει τον λαιμό του· φτιάχνει τα μαλλιά του· γυαλίζει τα παπούτσια του τρίβοντάς τα, στο παντελόνι, πίσω από τα γόνατα. Όλοι οι ροζ άνθρωποι περνάνε ελεύθερα. Αλλά τον μπαμπά μας τον σταματάνε. Λέμε πως ίσως να είναι τυχαίο, αλλά αυτό συμβαίνει συνέχεια, κάθε φορά που περνάμε από έλεγχο διαβατηρίων.

  • Είμαστε 7 ετών και πάμε σχολείο. Ο μπαμπάς μάς μιλάει για την κοινωνία τρομοκρατημένος μήπως η αλλόκοτη όψη που μας κληροδότησε θα μας καταδικάσει στο περιθώριο: «όταν είσαι σαν εμάς, πρέπει να είσαι χίλιες φορές καλύτερος από όλους τους άλλους για να στο αναγνωρίσουν».

    Ads
  • Είμαστε 8 και αποφασίζουμε να γίνουμε το μεγαλύτερο «φυτό» της τάξης μας, ο καλύτερος «καφεμύτης» του κόσμου.

  • Είμαστε 9 και στις ταινίες δράσης βλέπουμε σκούρους ανθρώπους να βιάζουν, να απαγάγουν, να εξαπατούν, να κλέβουν και να κακοποιούν.

  • Είμαστε 10 και μας κυνηγάνε σκίνχεντ για πρώτη -αλλά όχι για τελευταία- φορά.

  • Είμαστε 12 και πηγαίνω σε ένα δισκάδικο. Ξαφνικά συνειδητοποιούμε πως οι άνδρες τις ασφάλειας τριγυρίζουν γύρω μας σαν καρχαρίες. Μιλάνε στα γουόκι-τόκι και μας παρακολουθούν, λίγα μέτρα πίσω μας. Περπάτα κανονικά. Ανάπνεε ήρεμα. Πήγαινε στο ράφι με τα CD και πάρε το άλμπουμ του Τούπακ (2pac) έτσι που να είναι ολοφάνερο πως δεν έχεις καμία πρόθεση να τον κλέψεις.

  • Είμαστε 13 και ακούμε ιστορίες. Ένα φίλο τον έκλεισαν σε μια κλούβα και τον χτύπησαν. Ένα φίλο του μπαμπά οι αστυνομικοί τον έκλεισαν στο κελί γιατί παραπατούσε, και η αστυνομία δεν κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά παρά μόνο το επόμενο πρωί, και η μαγνητική έδειξε πως είχε πάθει εγκεφαλικό και πέθανε και στην κηδεία η φίλη του έλεγε «αν με είχαν πάρει τηλέφωνο θα τους είχα πει πως δεν πίνει ποτέ αλκοόλ». Κι όλα αυτά ενώ ένα ξενόφοβος μανιακός που τριγυρνούσε στην πόλη μας με μια καραμπίνα κι είχε πυροβολήσει 11 σκουρόχρωμους μέσα σε επτά μήνες, παρέμενε ασύλληπτος από την αστυνομία.

  • Είμαστε 15 και στεκόμαστε έξω από το μαγαζί με τα ηλεκτρονικά, όταν ένα αστυνομικό βανάκι εμφανίζεται από το πουθενά: δύο αστυνομικοί ξεπροβάλλουν και ζητάνε την ταυτότητά μας, ρωτώντας τι σκαρώνω απόψε. Μετά επιστρέφουν στο αμάξι τους.

Όλα αυτά τα χρόνια, μια πάλη διεξάγεται μέσα μας. Από τη μια σκεφτόμαστε πως δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να έχουν τόσα στερεότυπα εναντίον μας· δεν μπορούν να μας αποκλείσουν από την ίδια μας την πόλη μας· δεν δικαιούνται να μας κάνουν να νιώθουμε ανασφάλεια με τις παλιοστολές τους μέσα στις γειτονιές μας. Από την άλλη, μια άλλη φωνή μας λέει: κι αν φταίτε εσείς; Μάλλον μιλούσατε πολύ δυνατά. Φοράτε σκούφους και αθλητικά παπούτσιαΘα μπορούσατε να έχετε την διακριτικότητα να έχετε λιγότερη μελανίνη στο δέρμα σας. Τυχαίνει να έχουμε επίθετα που θυμίζουν σε αυτήν την χώρα πως αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου κόσμου· είστε νέοι. Όλα θα πάνε καλύτερα όταν μεγαλώσετε.
 
Αλλά μετά τα τζάκετ αντικαταστάθηκαν με μαύρα παλτά και οι τραγιάσκες με κασκόλ. Πάψαμε τομπάσκετ κι αρχίσαμε να σπουδάζουμε οικονομικά. Κάποια μέρα καθόμασταν έξω από τον κεντρικό σταθμό, και κάτι γράφαμε σε ένα λάπτοπ (καθώς, αν και σπουδάζουμε οικονομικά, κρυφά ονειρευόμαστε να γίνουμε συγγραφείς).
 
Έξαφνα εμφανίζεται ένας σωματώδης τύπος με ένα ακουστικό, που μας ζητάει ταυτότητα, μας αρπάζει και μας πετάει σε μια κλούβα. Προφανώς ταιριάζουμε με μια περιγραφήΠροφανώς μοιάζουμε με κάποιον. Κάτσαμε στην κλούβα είκοσι λεπτά. Μόνοι, αν και όχι εντελώς. Γιατί καμιά εκατοσταριά άνθρωποι περνάνε και κοιτάνε με ένα βλέμμα που λες και ψιθυρίζει: «να! Κι άλλος ένας! Κι άλλος ένας που συμπεριφέρθηκε ακριβώς σύμφωνα με τα στερεότυπά μας». Μακάρι να ήσαστε μαζί μου σε εκείνη την κλούβα. Αλλά ήμουν μόνος. Μόνος με όλα αυτά τα βλέμματα των περαστικών, στα οποία προσπαθούσα κάπως να δείξω πως δεν ήμουν ένοχος, πως απλά καθόμουν σε λάθος σημείο κι είχα περίεργη εμφάνιση. Αλλά είναι δύσκολο να υποστηρίξεις την αθωότητά σου μέσα από μια κλούβας. Κι είναι αδύνατο να ανήκεις σε μια κοινωνία στην οποία οι πάντες διαρκώς υποθέτουν πως είσαι ένοχος. Με άφησαν ελεύθερο μετά από 20 λεπτά. Καμία συγγνώμη. Ένα σκέτο «φύγε τώρα». Γνωρίζοντας πως άλλοι είχαν περάσει πολύ χειρότερα, επέλεξα την σιωπή αντί για απαντήσεις. Κι όμωςείχα γεννηθείεδώΉξερα την γλώσσαΔεν απειλούμουν με απέλαση.
 
Τα χρόνια πέρασαν και οι πολιτικοί έβαλαν τα δυνατά τους για να εντοπίσουν τους λαθρομετανάστες. Η αστυνομία άρχισε να ερευνά σε εμπορικά κέντρα, να διακόπτει γαμήλιες τελετές, να παραφυλάει έξω από κοινωνικά ιατρεία. Οικογένειες απελάθηκαν για χώρες που τα παιδιά τους ούτε καν είχαν επισκεφτεί.
 
Οι πάντες, συνοριοφύλακες, αστυνομικοί, τελωνειακοί, πολιτικοί, λαός «έκαναν απλά την δουλειά τους». Και τίποτα δεν αλλάζει: αυτό το καταπιεστικό καθεστώς χαμηλής έντασης διαιωνίζεται -λόγω της ανικανότητάς μας να αναστοχαστούμε την παγιωμένη αυτοεικόνα μας.
 
Κι έτσι σε κάποιο μπαρ στη Στοκχόλμη, κάποια ομάδα μη-λευκών ανθρώπων απόψε θα φύγει, διωγμένη το γκαρσόνι· αύριο, κάμποσοι με ξενικά ονόματα θα χρησιμοποιήσουν το επίθετο του -ή της- συντρόφου τους για να νοικιάσουν ένα διαμέρισμα· και τώρα ακριβώς, ένας τυπικός μέσος Σουηδός, που απλά τυχαίνει οι γονείς του να έχουν γεννηθεί αλλού γράφει «ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΩΜΕΝΟΣ ΣΤΗ ΣΟΥΗΔΙΑ» στην αίτηση εργασίας του, γιατί ξέρει καλά τι πρόκειται να συμβεί αν δεν το κάνει.
 
Όλοι ξέρουν. Αλλά κανείς δεν κάνει τίποτα. Αντιθέτως, το πρόβλημά μας είναι οι φυγάδες που έφτασαν ως εδώ αναζητώντας την ασφάλεια που είμαστε τόσο περήφανοι που την παρέχουμε σε μερικούς από τους συμπατριώτες μας. Κι αν γράφω «μας» εννοώ πως είμαστε όλοι μαζί, είμαστε όλοι μας μέλη αυτής της κοινωνίας. Αυτό το «μας».
 
Μπορείτε να πηγαίνετε τώρα.

Ο Jonas Hassen Khemiri είναι βραβευμένος Σουηδός συγγραφέας και δοκιμιογράφος. Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στους New York Times – Μετάφραση: ppol.gr