Και μια φορά την είχε τρομάξει πραγματικά την νταντά της φωνάζοντας ξαφνικά στο αυτί της: «Νταντά! Ας υποκριθούμε ότι είμαι μια πεινασμένη ύαινα κι εσύ το κόκαλό μου!» Lewis Carroll, «Through the Looking Glass and what Alice Found There».

Ads

 
O Βιλιέ ντε λ’ Αντάμ, ένας σημαντικός μα παραγνωρισμένος συγγραφέας, (βλ. εκδόσεις Αιγόκερως 1982 Γ. Καραβασίλης) ραπίζοντας κάποτε τα υποκριτικά ήθη της εποχής του που έπνεαν τα λοίσθια, χρησιμοποίησε ως παράθεμα την εξής φράση: «Πηγαίναμε συχνά στους Ντυτέ. Κάναμε εκεί μαθήματα ηθικής και μερικές φορές χειρότερα πράγματα».
 
Όταν 80 χρόνια πριν, τον Μάη – Ιούνη του 1933, με την Άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, χιλιάδες βιβλία παραδίδονταν στην πυρά, ο στόχος δεν ήταν μόνο να αστυνομευτεί (αγαπημένο σπορ των κεφαλοκυνηγών κάθε είδους) το πιο ατίθασο, άρα το πιο δημιουργικό, δηλαδή το πιο ανθρώπινο, χαρακτηριστικό μας, (εκείνο που λέει ξάφνου τα μεγάλα ναι ή τα μεγάλα όχι) ήταν την ίδια στιγμή να δημιουργηθεί το είδος εκείνο της «προδιαγεγραμμένης, καθαρής κοινωνίας» που θα σκούπιζε σε μια γιγάντια «επιχείρηση αρετής» ό,τι διαφορετικό χαλούσε την ομοιομορφία, ό,τι μπορούσε να εκπλήξει κι εμάς και τα σχέδια άλλων για εμάς.
 
Εκατομμύρια άνθρωποι (από ΑΜΕΑ αρχικά ως αθίγγανους, αριστερούς, διανοούμενους, φιλελεύθερους, καλλιτέχνες ετερόκλητους, ομοφυλόφιλους, κι Εβραίους) χάνοντας στο όνομα της «ηθικής» την ανθρώπινη υπόστασή τους, αναγορεύτηκαν σε άπλυτα ρούχα που άξιζε κάποιος να τα κρύψει βιαστικά και τελεσίδικα στο πίσω μέρος της ντουλάπας μη τυχόν και τον κακοχαρακτηρίσουν οι «καλοβαλμένες επισκέψεις». Αν αξίζει να κρατήσουμε κάτι απ’ τα στρατόπεδα του θανάτου έγραψε ο Ντ. Μακ Ντόναλντ «την επαύριο του μεγάλου πολέμου» είναι πως αυτοί που εφαρμόζουν δίχως ερωτήσεις «το νόμο» (το νόμο που θεσπίζεται με την κοινωνία απούσα), μπορούν να είναι πιο επικίνδυνοι από εκείνους που τον παραβιάζουν…
 
Ανάμεσα στα βιβλία που καίγονταν εκείνον τον Μάη και τον Ιούνη σε μια ιδιότυπη θυσία όχι ανθρώπινης σάρκας μα ανθρώπινου πνεύματος, υπήρξαν και αυτά του S. Freud. Διανοούμενος, Εβραίος της Διασποράς, και τολμηρός στην προσπάθεια του να ανοίξει δρόμους, (που, όπως όλοι οι σημαντικοί δρόμοι θα ξεπερνιόνταν αλλά μονάχα γιατί είχαν πρώτα ανοιχτεί) ο Freud υπήρξε ιδανικό θύμα μιας πολιτικής συνθήκης η οποία αδυνατούσε να καταλάβει ότι ο τελείως καθαρός λόγος (όπως κι η τελείως καθαρή ιδέα) συγχέεται με την μικρόνοια, γιατί «αν αναμετρηθεί με το εξωφρενικό ρεαλιστικό ιδανικό ενός δεδομένου αποκαθαρμένου από όλες τις κατηγορίες κάθε γνώση αποδεικνύεται ψευδής».
 
Όταν ο Βιεννέζος γιατρός Σίγκμουντ Φρόυντ άφηνε το Charcot και αποφάσιζε να μελετήσει τη «θεραπεία δια της συζητήσεως» δίπλα στον Breuer, ο 19ος αιώνας κουβαλώντας στο δισάκι του τα ψήγματα της συναρπαστικής πορείας των τελευταίων αιώνων, αναμετριόταν με τα δικά του ψεύδη. Καμία ιδέα (καθρεφτίζοντας το παρόν και τις παραδόσεις της εποχής της) δεν κατέχει την «απόλυτη αλήθεια» και καμία θεωρία δεν προέρχεται από παρθενογένεση. Από μια άποψη ο Breuer ήταν παιδί της διαμάχης μεταξύ του Ρομαντισμού και της Βιομηχανικής εποχής, αφού ο Ρομαντισμός, «προσπαθώντας να διατηρήσει το εγκαταλειμμένο παιδί» (Hillman, στο Jenks, 1982, σελ. 97-111) που αφήσαμε (συλλογικά και ατομικά) «μεγαλώνοντας» πίσω μας, επιχείρησε να το διασώσει «λιγότερο μέσω μιας εκπαίδευσης που κατέστρεφε το παρελθόν και περισσότερο μέσω της μνήμης που προσπαθεί, αυτό το παρελθόν, να το διατηρήσει».
 
Ο Φρόυντ εντυπωσιάστηκε από τα αποτελέσματα ασθενών που μιλούσαν για τα προβλήματά τους και σύντομα επεξεργάστηκε αυτήν την γενική τεχνική σε διάφορες μεθόδους, όπως τον ελεύθερο συνειρμό, τη λήψη βιογραφικού, την ανάλυση των ονείρων και την ερμηνεία του προφορικού λόγου. Έτσι γεννήθηκε η ψυχανάλυση, σκίζοντας με το πελέκι της σκέψης της την ψυχή του ανθρώπου (και μαζί της την ιστορία της διανόησης και των επιστημών) στα δύο.
 
Υπήρχε μια διαδικασία που εξελισσόταν. Η επιστημονική πρόοδος είχε «προσληφθεί» για να περιγράψει και να σχηματίσει την ανθρώπινη προσωπικότητα και το χαρακτήρα (κι άρα τους απορρέοντες ρόλους) προς όφελος της κοινωνικής τάξης, «υπερεντατικοποιώντας την ανάπτυξη των ανθρώπινων όντων … σαν να ήταν καλλιεργήσιμα φυτά ή σαν άλογα κούρσας» (Cyril Burt, στο Cunningham, 1991) Υπήρχε όμως και μια φωνή που, παρόλο που ήταν ηγεμονική κι άρα διαμορφωμένη μέσα από τα ιδεολογήματα του αρσενικού και αστικού κόσμου, έλεγε πως το παιδί (κι άρα ο άνθρωπος γενικά) ήταν κάτι πολύ πιο πολύπλοκο και πολύ πιο δύσκολα ελεγχόμενο από ένα άλογο κούρσας… Στην πραγματικότητα ο κ. Φρόυντ, ή μάλλον η ψυχανάλυση, έμπαινε με ασέβεια βαθιά μέσα στα σωθικά της «αγίας αστικής οικογενείας» (ή αλλιώς της πυρηνικής οικογενείας που είχε δημιουργηθεί από τον αστικό κόσμο), απειλώντας την κοινωνική ιεραρχία κι άρα την κοινωνική σταθερότητα (Hill, 1964).
 
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και στεκόταν προκλητικά απέναντι στην ίδια την κοσμοθεωρία της Δύσης, που με τον ορθολογισμό είχε προσπαθήσει να χειραγωγήσει τα ένστικτα και να δημιουργήσει τον απόλυτα ελεγχόμενο άνθρωπο. Γιατί ο Φρόυντ, Εβραίος αλλά «πουριτανός στην καρδιά» (Somerville, 1982, σελ. 215) – και συνδυάζοντας μ’ έναν πολύ πολύπλοκο τρόπο τις ιδέες του αιρετικού Ρουσσώ και του Καλβίνου – θύμιζε, ονοματίζοντας τον πολιτισμό σε «πηγή δυστυχίας», πως τίποτε απ’ όλα αυτά δεν ήταν αλήθεια. Η άποψή του δεν ήταν άποψη ακριβώς. Ήταν με κάποιον τρόπο σαν κραυγή ματαιωμένης οργής που έφερνε στο προσκήνιο τα ένστικτα, αυτά που ο κόσμος της μοντερνικότητας είχε θελήσει να αφήσει για πάντα πίσω.
 
Τώρα δεν υπήρχε «η αγία μητέρα» (απέναντι στην οποία έπρεπε να νιώθεις ενοχή), «ο υπεράνω κριτικής πατέρας» (απέναντι στον οποίο έπρεπε να νιώθεις δέος), «η παρθένα κόρη» και «το αθώο παιδί» (απέναντι στα οποία έπρεπε να νιώθεις τρυφερότητα μόνο), ιδεολογήματα πάνω στα οποία η νέα τάξη πραγμάτων που είχε δημιουργηθεί από την Αναγέννηση και μετά στήριζε την πολιτισμική της ανωτερότητα (Lyotard, 1984) κι άρα το «δίκαιο» και το «αυτονόητο» της εξουσίας της (Jenks, 1996).
 
Ο Φρόυντ, πετυχαίνοντας «ένα πλήγμα στον ανθρώπινο ναρκισσισμό» (Τζαβάρα, 1984, σελ. 203), μας έκανε να κοιτάξουμε τον εαυτό μας όπως ποτέ πριν. Τώρα μπορούσες να δεις ότι, για τ’ ανθρώπινα, η αγιότητα για να ‘ναι αληθινή προϋπέθετε την αμαρτία. Μπορούσες να αφουγκραστείς τη «μυστική ζωή της οικογένειας», την αγάπη φυσικά και το «δέσιμο» των μελών της σ’ ένα πρώτο επίπεδο, αλλά και – βαθύτερα – την εκλογικευμένη τελετουργική της ανθρωποφαγία.
 
Ο Φρόυντ – βαθιά ιερόσυλος ως διανοούμενος μεγάλου βεληνεκούς αν και μισογύνης και κατά μέρη ξεπερασμένος στην εποχή μας – συνέτριβε με τη θεωρία του το πρόσωπο ή το προσωπείο όλων των «ιερών» συμβόλων της εποχής του. Γιατί, περιγράφοντας την παιδική σεξουαλικότητα, χτυπώντας το «ιδρυμαποιημένο», «τακτικό» προσωπείο τους, έριξε τα παιδιά από το θρόνο του «αθώου θύματος» ή του «αθώου σκέτα», που η επικρατούσα κοσμοθεώρηση τους είχε για τους λόγους που περιγράψαμε απονείμει, και ανακατασκεύασε το μύθο τους. Το ίδιο συνέβη και με τη γυναίκα. Η ίδια δεν ήταν η κενή, υπάκουη κούκλα, η επιφορτισμένη να υπακούει το σύζυγο και να γεννά εμπόρους, εργάτες ή στρατιώτες. Δεν ήταν, πολύ περισσότερο, «αγία» και δεν «το έκανε για την πατρίδα», όπως προσπαθούσε να πείσει ο αστικός πουριτανισμός (Foucault, 1984). Κι ο πατέρας, ένα υπολανθάνων κτήνος κι αυτός, κάτω από το προσωπείο, «το σιδερένιο κλουβί» κατά το Weber, του πολιτισμού, που γεννούσε τη φοβία του ευνουχισμού στα (αρσενικά) παιδιά του.
 
Ενώ το παιδί (αγόρι ή κορίτσι, Οιδίπους ή και Ηλέκτρα όταν η ορθόδοξη σκέψη του Φρόυντ γονιμοποιήθηκε απ’ το Γιούνγκ) όχι μόνο σεξουαλικά ενεργό, αλλά (σύμφωνα με την οπτική της πουριτανικής παράδοσης της Αυγουστίνιας θεολογίας και της φιλοσοφίας του Hobbes που ακολούθησε ο Φροϋδισμός) ένα ανεγειρόμενο, ανταγωνιστικό «Εγώ», μια καινούρια τάξη (Jenks, 1996), που, σύμφωνα με την εγελιανή (διαλεκτική) παράδοση που επηρέασε βαθύτατα όλους τους μεγάλους διανοούμενους της εποχής, από το Μαρξ μέχρι το Φρόυντ, ορθωνόταν για να απειλήσει τη «γονεϊκή»προηγούμενη.
 
«Η κατακραυγή υπήρξε τεράστια» (Somerville, 1982). Η ψυχαναλυτική θεωρία, ξαναφέρνοντας στο προσκήνιο αυτό που ο Νίτσε στη «Γένεση της Ελληνικής Τραγωδίας», είχε ονομάσει το «Διονυσιακό» στοιχείο, ψιθύριζε για τα σεξουαλικά πάθη, τους ανταγωνισμούς, τις φοβίες, τις ανάγκες αποδοχής, για τα δολοφονικά ένστικτα που αυτά μπορούσαν να γεννήσουν.
 
Η ψυχανάλυση (και να μια ακόμη δυσκολία εισαγωγής της, όπως αυτή εκφράζεται στις αντιστάσεις του επιστημονικού κατεστημένου της εποχής) προκαλώντας τον ορθολογισμό και τις «αποδείξεις» του, προκαλώντας επίσης τον πιο σκληρό πυρήνα του ναζισμού του ίδιου, δεν ήταν επιστήμη με την καθιερωμένη έννοια που εξετάσαμε. Ήταν ίσως περισσότερο κάτι που «προσπαθούσε να εφαρμόσει επιστημονικές αρχές στο χώρο της λογοτεχνίας»: Η αρχαία ελληνική τραγωδία επέστρεφε σα μαινάδα στην εκμοντερνισμένη κοινωνία της «νέας Ευρώπης», ονοματίζοντας – όχι τυχαία – τα φαινόμενα που ο φροϋδισμός περιέγραφε.

Και καρφώνοντας σαν σφαίρα το φαλλό ανάμεσα στα μάτια του καθωσπρεπισμού, τίναζε το κρανίο του αστισμού στον αέρα.