Μεγάλωσα με τον Τζωρτζή και τη Μαρούλα Λάμπρου. Κάπου εκεί κι η ασπρόμαυρη μνήμη του Παπαγεωργόπουλου. Ο φτερωτός γιατρός, γιατί το γιατρός έδινε της εποχής τον τόνο! Μια Ελλάδα που στους αγώνες προσπαθεί και χάνει, γιατί της λείπει το λίγο ακόμα πάνω στο νήμα της νίκης ή στο σκάμμα της υπομονής.

Ads

 
Κοίταζα τον Κατή να πηδάει 2 και 05 στο ύψος και τρελαινόμουνα, εγώ που μόλις περνούσα το 1,70 κι ας ήμουνα δεκάξι χρονών. Κάθε απόγευμα με το ποδήλατο στο γηπεδάκι της Φιλοθέης! Κανείς δεν ενδιαφερόταν, μα κανείς και δεν μ’ εμπόδιζε.
 
Δοκίμαζα τ’  ακόντιο, δοκίμαζα το μήκος. Έστηνα τον πήχυ στο ύψος μοναχός. Ως ο νέος Φόσμπερι! Τον θυμάσαι; Η αλλαγή του στυλ. Δίπλα μου οι πρωταθλητές, τη δική τους δουλειά αυτοί. Ο Κουτσούκης στη σφαίρα, οι υπομονετικοί βαδιστές σε ομάδες. Και τα ελληνικά γυναικεία σώματα του ’70.
 
Ήρθαν οι μεγάλες αλλαγές του ’80 και του ‘90. Θεία μετάλλαξη!  Χαθήκαμε αγύμναστοι μετά στα σχολεία και στις νεολαίες. Πολιτική, σπουδές και στίβος μοιάζανε έννοιες αντίθετες. Συναντήθηκα ξανά με τους αγώνες μέσω τηλεόρασης με την ντόπα να χαλά τη βολή του καναπέ και την υποψία της απάτης να γίνεται απέχθεια, ν’ αποκαθηλώνει τα ιερά είδωλα και να αποκλείει από το δέκτη μου τις μεγάλες διοργανώσεις.
 
Ξαναείδα κάποιους αθλητές στο δημόσιο βίο μετά! Πίσω από το όριο του κορδονιού σε κείνες τις άθλιες εξέδρες των εθνικών παρελάσεων. Βουλευτές κι ιδίως δήμαρχοι. Δήμαρχοι.
 
Οι εντεταλμένοι όχι για τα παράπονα του λαϊκού αποφθέγματος, ούτε για τα σκουπίδια που είναι η κύρια και πραγματική δουλειά τους, αλλά όπως τους αναβάπτισε η μεταπολιτευτική λαίλαπα, ως οι εκπρόσωποι πλέον της «τοπικής αυτοδιοίκησης» –κοροϊδία βαφτίσι, ιδίως όταν μερικές φορές αντί άξιων ανθρώπων η ετικέτα περιλαμβάνει τους εκπροσώπους μιας τοπικής camora. 
 
Αρχίσανε και τα νταλαβέρια με το χρήμα, τα νομικά πρόσωπα και τους διορισμούς. Γιατί να είσαι βουλευτής κάποια εποχή; Έπαιρνες τα ίδια και περισσότερα ως δήμαρχος κι από εξουσία απέραντη.
 
Τι να σου κάνουν τώρα κάτι παιδάκια –Συνήγοροι του πολίτη και υπαλληλίσκοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου; Ν’ ανακόψουν την ορμή του χειμάρρου που λέγεται εξουσία! Σιγά! Και στα δικαστήρια δίναν και παίρναν τα απαλλακτικά βουλεύματα!
 
Γιατί οι πάντες –κι οι δικαστές -γνώριζαν πως πίσω από τις δικογραφίες με τις νομοτυπικά βαριές πράξεις κρύβονται τα ψηφαλάκια κι οι ανθρώπινες αγωνίες, παρεμβάσεις, διορισμοί μα και βολέματα, ένα τσαντίρι που αντί να οργανώνει τη χώρα στηνόταν  πρόχειρα με ετερόκλητα υλικά, ετοιμόρροπο και γι’ αυτό ανταλλάξιμο, χωρίς βεβαιότητες, που απαιτούσε  στο όνομα της δημοκρατίας, αλίμονο, συνεχή νταραβέρι, αιμοδοσία κι ανανέωση της εντολής, κουκουλώνοντας τα προβλήματα και εντέλει κάνοντας τη χώρα να ασφυκτιά, μέσα στο πλαστικό κουκούλι των προβλημάτων της.
 
Η αθλητική καριέρα κι η νομική το ίδιο κι η ιατρική κι ας μην είναι ο κάθε γιατρός κι ο Γιακούμπ ήταν εκεί πίσω από τη βιτρίνα και πίσω από τις αράδες στα βιογραφικά ∙ ιδιότητες, πανοπλίες και τίτλοι τιμής στα βαριά χαρτιά των αιρετών.  Και τα πλήθη, στις κερκίδες και στα όρια του κορδονιού και στους μακρόσυρτους προθαλάμους αναμονής παραληρούν και στήνουν νέα στάδια δόξας λαμπρής ∙ το αποδεικνύουν οι αλλεπάλληλες φωτογραφίσεις άλλωστε κι εκεί πέφτουν και οι νέες ντόπες, που λέγονται προγράμματα, κι ΕΣΠΑ και μέσπα και βέσπα κι όπως κάθε φορά τα βαπτίζουνε…
 
 Έχετε προπονητήριο για νυχτερίδες; Μα δεν έχουμε νυχτερίδες. Θα σας φέρουμε εμείς, υπάρχει κι ο σχετικός κωδικός! Και να το έργο, παγκόσμια πρωτοτυπία!
Κι ύστερα και κείνα τα συνέδρια της ΚΕΔΚΕ. Ραγίζανε οι πίστες υπό το βάρος του τσάμπα σεβντά και των γαρυφάλλων… Η νέα ελληνικού τύπου επανάσταση των γαρυφάλλων! Και πού υπάρχει το τέλος σαν αρχίζει η μια τσέπη να κλέβει την άλλη; Και ποιος τάχα θα το βάλει το όριο;
 
Μα κάποτε σαν πήρε τον αγύριστο -στην άκρη στο ποτάμι- κατήφορο η χώρα ξυπνήσανε οι αιρετοί σε άλλο κόσμο ∙ με τις τσέπες αδειανές και με τους υπαλλήλους  αποκαμωμένους και μισούς, με τις  παραιτήσεις σωρό μπρός στο φόβο από τα μέτρα της τρόϊκα. Όσο πιο λίγο το ψωμί που έχεις όμως, τόσο πιο μικρές κόβεις τις φέτες…
 
Οι αορίστου χρόνου που γίνανε δεκαοχτάμηνα και να τα δεκαοχτάμηνα να γίνονται πια δίμηνα και πεντάμηνα, αλλά σαν η ουρά της ανεργίας μακραίνει, η προχειρότητα και τα πασαλείμματα φευ συνεχίζονται.  Με τα μπαλώματα περισσότερα απ’ το ύφασμα, λειψά κι απόντα τα κονδύλια γαρ η καχυποψία βαράει πια στο κόκκινο! Και να η γκρίνια  και σηκωθήκαν τα σκεπάσματα και φανερωθήκαν τα κλεμμένα βρακιά κι η νεροποντή πλημμύρισε τα υπόγεια και τα πρώτα που πνίγονται είναι τα ποντίκια! Είναι βέβαιο αυτό, κι ας τα παραμύθια ότι τάχατες κολυμπούν!
 
Κι άρχισε το Κολοσσαίο  να βοά και να θέλει αίμα για να τραφεί. Αίμα ζεστό και φρέσκο και βασιλικό καλύτερα ακόμη! Κι ύστερα ποιος να το περίμενε; Να μην βάζει πλάτη κανείς στους πρώην ευνοημένους! Μόνο να πατά κι αυτός στον πεσμένο ώμο τους, δρασκελίζοντας βιαστικός προς την είσοδο της κιβωτού του Νώε, που απομένει η μόνη σωτηρία στον εμφανή πια κατακλυσμό.
 
Κι ο γιατρός, φτερωτός και δήμαρχος γίνεται τώρα σκέτος κατηγορούμενος να ασφυκτιά μες το κοστούμι του στην κακοριξιά του εδωλίου του και απορεί που δεν υπακούουν πια, δεν αθωώνουν οι κρίνοντες, δεν ακυρώνουν την εκκίνηση οι κριτές και δεν ρίχνει ο αφέτης την πιστολιά ξανά να ξαναρχίσει η κούρσα, μόν’ είναι όλοι σκληροί μαζί του, όπως με τους άλλους, τους κοινούς θνητούς.
 
Και να η απόφαση βαριά. Πράγματι βαριά κι ασήκωτη, η βαρύτερη, τα ισόβια δεσμά και δεν του δίνουν κι ελαφρυντικό! Μα δυνητικά δεν είναι κι όχι υποχρεωτικά τα ελαφρυντικά; Δεν το γνώριζες αυτό; Και βουρ για τη μπουρού.
 
Αγαπητέ πρώην κατηγορούμενε και νυν καταδικασμένε κρατούμενε σε συμπονώ!  Για τα δικά σου δυόμισι  μέτρα σε συμπονώ, όπως συμπονώ κι όσους  τα μοιράζονται μαζί σου. Όλους ανεξαιρέτως φτερωτούς και μη! Αλλά επέτρεψε μου ν’ απορώ μαζί σου. Δεν τις ήξερες τις διαστάσεις της φυλακής όταν μοίραζες τα παλιά Χριστούγεννα από το ύψος της τότε μεγαλοπρέπειας σου στους κρατούμενους που επισκεπτόσουν εθιμοτυπικά τα κουτάκια με τους κουραμπιέδες της ελεημοσύνης;
 
Εκεί ξέρεις, στα ίδια μέτρα και σταθμά έχουν βαλμένα και κάτι άλλους, υπόδικους αυτούς, παιδιά σχεδόν αυτά, που θα μπορούσαν να ‘ναι παιδιά σου, τα πολλά τα κοκκινόμαυρα που πιάσανε στο Βελβεντό κι ένα άλλο μαύρο αυτό που πιάσανε στο Μενίδι, που στην απόγνωση τους, μπροστά στο γρίφο που έστησαν χρόνια οι εξουσίες –και της αυτοδιοίκησης ανάμεσα τους -πάνω από την χώρα αποφάσισαν πως τα μαχαίρια και κουμπούρια είναι οι μόνες λύσεις.
 
Σκέφτομαι κι αυτά μαζί σου γιατί είναι μικρά σε ηλικία και γιατί τα κέντρα νεότητας και τα στραβοριγμένα και κακοστελεχωμένα στάδια και τα κακοφτιαγμένα, λερά κι υποθερμαινόμενα σχολειά, που κατά καιρούς έκοβες τις κορδέλες τους δεν καταφέρανε στην περίπτωση τους δράμι από το σκοπό τους.
 
Αλλά μην συνεχίζεις την ιστορία με τα δυόμισι μέτρα και μη μ’ αναγκάζεις να τα συγκρίνω με τα δυόμισι μέτρα γης που χώσανε τα παιδιά που το ίδιο βράδυ της φυλάκισης σου πεθάνανε στη Λάρισα, γιατί εκεί στα δικά σου τα μέτρα έχει κι ελπίδα και συντροφιά να περισσεύει και κυρίως χρόνο, που μπορείς εσύ να εκμεταλλευτείς για να σκεφτείς και ν’ αναθεωρήσεις, όχι για τις υπεξαιρέσεις που καταδικάστηκες, αλλά μπορεί και να ‘χεις δίκιο και να μην έκανες, αλλά για την κοινωνία που στιβαρός, στητός και γραβατωμένος υπηρέτησες, θαύμασες κι εγκαινίασες.
 
Και σε παρακαλώ σκέψου πρώτα και μη συνεχίζεις τις ιστορία με τις διαστάσεις, όχι γιατί τα μέτρα σου είναι πολλά, αλίμονο, αλλά γιατί στα άλλα, τα δυόμισι μέτρα δεν υπάρχει ευκαιρία κι ελπίδα καμιά, παρά μόνο παγωνιά και πόνος. Πόνος αβάσταχτος!