Σημαντικά προβλήματα στον τομέα της νομοθεσίας για τα ναρκωτικά είχαν καταστήσει επιτακτική την ανάγκη της μεταρρύθμισης. Το κυριότερο είναι ο υπερβολικά κατασταλτικός χαρακτήρας της, με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος του πληθυσμού των φυλακών (γύρω στο 40%, ενίοτε και άνω του 50%) να αποτελείται από κρατούμενους που σχετίζονται με αδικήματα περί τα ναρκωτικά. Όχι με τη χρήση, αλλά με τη διακίνηση σε διάφορους βαθμούς.

Ads

Oι εξαρτημένοι από ναρκωτικά στη φυλακή είναι βέβαια πολύ περισσότεροι, διότι πρέπει να συνυπολογίσουμε και μεγάλο αριθμό καταδικασμένων για κλοπές, πλαστογραφίες, σωματεμπορία, ληστεία — πράξεις που έχουν τελεστεί καθώς οι δράστες βρίσκονται στην καθημερινότητα της εξάρτησης. Η φυλακή όμως μπορεί να δημιουργήσει και ανθρώπους εξαρτημένους εντός της. Οι συνθήκες σ’ αυτήν είναι εξαρτησιογόνες: κάποιος που έκανε χρήση χωρίς να είναι εξαρτημένος, μέσα στη φυλακή έχει ακόμα μεγαλύτερη ανάγκη για χρήση.

Όταν η εμπορία ή η διακίνηση και η σχετική εγκληματικότητα αντιμετωπίζονται μόνο με την ποινή, είναι βέβαιο ότι αυτός που θα αποφυλακιστεί θα συνεχίσει την ίδια συμπεριφορά. Μάλιστα, θα βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση, γιατί θα έχει αποδιοργανωθεί κοινωνικά, ενώ επιπλέον θα έχει συνδεθεί με πιάτσες και συμμορίες που γνώρισε στη φυλακή. Η κατασταλτική λογική σαφώς εντείνει την εγκληματικότητα. Αντίθετα, η απεξάρτηση έχει εμφανίσει αποτελέσματα όχι μόνο θεραπευτικά, αλλά και απεμπλοκής από την εγκληματικότητα.

Το σχέδιο νόμου επιχειρεί σημαντικές παρεμβάσεις σε τέσσερις άξονες: τιμωρία της χρήσης ναρκωτικών (ο λιγότερο σημαντικός, κατά τη γνώμη μου), τιμωρία της διακίνησης, καθιέρωση ενός εναλλακτικού δρόμου, αντί της καταστολής, προς τη θεραπεία, και θεσμική οργάνωση μιας εθνικής στρατηγικής για τα ναρκωτικά.

Ads

***

Προσωπικά, δεν συμφωνώ με τη σημερινή διατύπωση του άρθρου 29 του νομοσχεδίου, που αφορά τη χρήση. Έπρεπε, νομίζω, να επιλεγεί πιο φιλελεύθερη ρύθμιση. Δεν θα επεκταθώ όμως, διότι το θέμα «ποινικοποίηση ή αποποινικοποίηση» αφορά έναν πληθυσμό ο οποίος δεν βρίσκεται στη φυλακή — δεν είναι το μείζον πρόβλημα. Ο νόμος δεν πέρασε στη Βουλή, τα προηγούμενα χρόνια, εξαιτίας αυτού του ζητήματος· έτσι ματαιώθηκε μια μεταρρύθμιση που αφορούσε 6.000-7.000 έγκλειστους ανθρώπους.

Η υπάρχουσα σήμερα νομοθεσία παρουσιάζει δυσαναλογία ως προς τη βαρύτητα των ποινών σε σχέση με κάθε αντίστοιχη ευρωπαϊκή. Η βασική πράξη διακίνησης, όχι η βαριά, τιμωρείται με 10-20 χρόνια, τη στιγμή που οι ανάλογες ποινές σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες κυμαίνονται περί τα 3-4 χρόνια, ενώ περίπου το 50% των καταδικαζόμενων δεν οδηγείται καν στη φυλακή. Η προσπάθεια ήταν, χωρίς να μειωθεί η αυστηρότητα στις βαρύτερες περιπτώσεις, να αποκατασταθεί η αναλογικότητα: η δυνατότητα οι πιο ελαφριές περιπτώσεις να αντιμετωπίζονται πιο ελαφριά.

Το νομοσχέδιο προβλέπει μεγαλύτερη ελαστικότητα ποινών: τα 10-20 χρόνια έχουν γίνει 5-20, και έχουν απομονωθεί κάποιες ελαφριές περιπτώσεις, οι οποίες γίνονται πλημμελήματα. Όσοι έχουν εκκρεμείς υποθέσεις θα ωφεληθούν άμεσα.
***
Η κύρια μεταρρύθμιση είναι η καθιέρωση ενός εναλλακτικού δρόμου θεραπείας. Θα αναρωτηθεί κανείς: Δεν προέβλεπε ο υπάρχων νόμος ευεργετικές ρυθμίσεις για όσους παρακολουθούσαν προγράμματα; Ναι μεν, αναποτελεσματικά δε.

Αναποτελεσματικά για δύο λόγους. Πρώτον, οι ευεργετικές ρυθμίσεις (απολύσεις, αναστολές) ίσχυαν μόνο για όσους είχαν παρακολουθήσει προγράμματα εκτός φυλακής. Το δικαστήριο δεν μπορούσε να παραπέμψει σ’ αυτό τον εναλλακτικό δρόμο. Τώρα, καθιερώνεται η δυνατότητα του δικαστηρίου αυτό πρώτο να οδηγεί τους κρατούμενους στη θεραπεία.

Δεύτερον, επειδή για να εφαρμοστούν οι ευεργετικές διατάξεις έπρεπε να διαγνωστεί ότι κάποιος είναι εξαρτημένος. Η διαδικασία διάγνωσης όμως έδινε όλο το βάρος στην εργαστηριακή εξέταση, κάτι απολύτως προβληματικό, αφού αυτή δείχνει μόνο την πρόσφατη χρήση: κάποιος μπορούσε να κάνει χρήση μια-δυο μέρες πριν, και να θεωρηθεί εξαρτημένος. Ο υπάρχων τρόπος διάγνωσης, λοιπόν, διευκόλυνε την πιάτσα να χειρίζεται το ποινικό σύστημα. Το κύριο, πάντως, πρόβλημα είναι ότι, από τους χιλιάδες που φυλακίζονταν, τα δικαστήρια ελάχιστους αναγνώριζαν ως εξαρτημένους.

Το σχέδιο, για να αντιμετωπίσει τέτοια αδιέξοδα, προβλέπει η διάγνωση να στηρίζεται σε περισσότερους παράγοντες. Καταρχάς –το πιο αξιόπιστο ίσως– βεβαιώσεις και πιστοποιητικά, και μάλιστα από ανύποπτο χρόνο, που δείχνουν ότι ο κρινόμενος έχει περάσει από οργανισμούς απεξάρτησης, χορήγησης υποκατάστατων ή νοσοκομεία για περίθαλψη λόγω παθήσεων τυπικών στη χρήση (ηπατικές, πνευμονικές κλπ.). Επίσης, αν υπάρχει, αξιολογείται μια εργαστηριακή εξέταση, ιδίως αν τα ευρήματά της εντοπίζονται σε βάθος χρόνου. Ένα άλλο στοιχείο είναι κάποια έκθεση που αναφέρεται στους ψυχοκοινωνικούς όρους της εξάρτησης (π.χ. μια υπηρεσία που τον γνωρίζει και παρακολουθεί την εξέλιξη της οικογενειακής του ζωής).

Όσον αφορά την καθιέρωση του εναλλακτικού δρόμου, βασική αρχή αποτελεί ότι η απεξάρτηση είναι αποτελεσματική όταν γίνεται εκτός φυλακής. Καθώς η εξάρτηση έχει και χαρακτηριστικά ψυχολογικά και κοινωνικά, εκτός από τα κλινικά-ιατρικά, η θεραπεία, με την ευρεία έννοια, δεν μπορεί να γίνει σε περιβάλλον αιχμαλωσίας, στεγανό απέναντι στην κοινωνία. Αν κάποιου κρατούμενου θα βελτιωθεί η υγεία, χάρη στη φαρμακευτική αγωγή ή τα υποκατάστατα, αλλά βγαίνοντας βρεθεί ξανά σε μια οικογένεια με αλκοολισμό, βία, ανεργία, θα ξανακυλήσει. Τα προβλήματα είναι βαριά, και το άτομο έχει «μάθει» ότι αν πάρει μια ουσία μπορεί να τα διαχειριστεί, έστω για λίγο· έτσι, ενώπιον του κοινωνικού αδιεξόδου, το οποίο δεν έχει βοηθηθεί να το αντιμετωπίσει, θα προσφύγει στην παλιά λύση. Γι’ αυτό η απεξάρτηση είναι πλήρης μόνο εκτός φυλακής. Ωστόσο, και εντός μπορούν να γίνουν σοβαρά βήματα. Είναι πολύ σημαντική, λ.χ., η δυνατότητα που δίνει το σχέδιο νόμου να διαγνωστεί η εξάρτηση και μέσα στη φυλακή.

Αυτό το οποίο αναγνωρίζεται είναι ότι κάποιος είναι άρρωστος, επομένως έχει δικαίωμα σε θεραπευτική μεταχείριση — δικαίωμα που θεμελιώνεται από το Σύνταγμα, αλλά και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση.

Σε αναγνώριση του πλουραλισμού των θεραπευτικών μεθόδων, το είδος του προγράμματος και η μέθοδος που εφαρμόζεται στη φυλακή προσδιορίζεται με απόφαση του υπουργού Δικαιοσύνης. Είναι ένα επιστημονικό θέμα ποιο είναι το προτιμότερο πρόγραμμα — ο νομοθέτης δεν επιτρέπεται να κάνει τομές σε τέτοια ζητήματα, εριζόμενα από επιστημονική άποψη.

Το νομοσχέδιο επομένως προβλέπει τη δυνατότητα χορήγησης υποκατάστατων στη φυλακή. Αυτό που δεν προβλέπει είναι η ταχύτερη αποφυλάκιση όσων μετέχουν σε πρόγραμμα που απλώς χορηγεί υποκατάστατα. Θέλω να σας εκθέσω τους λόγους για τους οποίους δεν έγινε αυτό το βήμα, να απολύεται δηλαδή κάποιος με μόνη τη χορήγηση υποκατάστατων, έχοντας εκτίσει το 1/5 της ποινής, όπως όσοι ακολουθούν πρόγραμμα απεξάρτησης .(Διευκρινίζω, εδώ, ότι το νομοσχέδιο δεν προϋποθέτει μια απεξάρτηση αποκλειστικά στεγνή· μπορεί αυτή να συνταιριάζεται με υποκατάστατα, αρκεί, πέρα από το στοιχείο της σωματικής απεξάρτησης ή της απλής λήψης της ουσίας, να διαθέτει και το στοιχείο της ψυχολογικής απεξάρτησης).

Ο ένας λόγος της μη αποφυλάκισης με το 1/5 για όσους απλώς παίρνουν υποκατάστατα σχετίζεται με την αντιεγκληματική πολιτική. Αν αποφυλακιστεί κάποιος χωρίς να έχει απεξαρτηθεί θα συνεχίσει τη σταδιοδρομία του στο έγκλημα. Ο δεύτερος είναι ότι θα δημιουργούνταν κρατούμενοι δύο ταχυτήτων. Κάποιος π.χ. θα έχει καταδικαστεί για ληστεία και θα απολύεται μετά 15 χρόνια, και ένας άλλος, συμμέτοχος στην ίδια πράξη καταδικασμένος στην ίδια ποινή, θα μπορεί να βγει σε τρία χρόνια, επειδή παίρνει π.χ. ένα σιρόπι. Δεν μπορεί το κράτος δικαίου να δεχτεί αυτή τη δυσαναλογία· χρειάζεται σοβαρή θεμελίωση για τη σμίκρυνση της ποινής. Αυτή η θεμελίωση υπάρχει, και μάλιστα διπλή, στην περίπτωση όσων παρακολουθούν πρόγραμμα απεξάρτησης. Αφενός, η απεξάρτηση, εφόσον είναι επιτυχής, συνδέεται και με απομάκρυνση από την εγκληματικότητα. Αφετέρου, καθώς η ψυχολογική απεξάρτηση είναι μακρόχρονη και δύσκολη, δεν μπορεί να πει κανείς ότι η ταχύτερη απόλυση είναι χαριστική, στο μέτρο που εναλλάσσεται κύρωση και επίπονη θεραπευτική διαδικασία.

Τελειώνω με την Εθνική Στρατηγική για τα Ναρκωτικά. Μέχρι σήμερα, ένας οργανισμός, ο ΟΚΑΝΑ, είχε την ευθύνη της εκτέλεσης προγραμμάτων, και ταυτόχρονα έναν επιτελικό ρόλο, διαχειριστικό επί των οικονομικών, αλλά και επί της εποπτείας, του σχεδιασμού, της αξιολόγησης. Είναι προβληματικό ένας οργανισμός να είναι και αξιολογητής και αξιολογούμενος. Καθιερώνεται, λοιπόν, ένα διαφορετικό σύστημα, πλουραλιστικό και διαφανές. Προβλέπεται μια διυπουργική Επιτροπή, προεδρευόμενη από τον υπουργό Δικαιοσύνης, που θα καταρτίζει το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα Ναρκωτικά ανά πενταετία (όπως και στην Ευρώπη), και μια Επιτροπή Εφαρμογής, διυπουργική, με εκπροσώπους όλων των αρμόδιων υπουργείων και φορέων (ΟΚΑΝΑ, ΚΕΘΕΑ, ψυχιατρεία), που θα έχει τον συνολικό σχεδιασμό, τον συντονισμό και την εποπτεία εφαρμογής.

Αυτή η επιλογή επίσης συνάντησε αντιδράσεις. Γενικότερα, η διαδρομή του νομοσχεδίου ήταν δύσκολη. Σημειώνονται καθυστερήσεις, και κάποιες διατάξεις έχουν αλλάξει σημαντικά — λ.χ. το οργανόγραμμα των οργανισμών και το άρθρο 29, για τη χρήση. Έτσι, πολλές από τις σημερινές διατυπώσεις είναι προϊόν ισορροπιών. Το άρθρο 35, λ.χ., προέβλεπε αρχικά την υπαγωγή του κρατούμενου πρώτα σε πρόγραμμα σωματικής απεξάρτησης και στη συνέχεια σε πρόγραμμα συμβουλευτικής ψυχολογικής απεξάρτησης. Στη συνέχεια η διατύπωση άλλαξε, με απώλειες σε σαφήνεια.

Όπως είναι φανερό, το μέλλον του νομοσχέδιου δεν είναι σαφές. Αναμένεται η έκβαση.

Ο Νίκος Παρασκευόπουλος διδάσκει στη Νομική του ΑΠΘ και ήταν πρόεδρος της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής του σχεδίου νόμου για τα ναρκωτικά. Το κείμενο αποδίδει προφορική ανάπτυξη, κατά την ακρόαση αρμόδιων φορέων ενώπιον δημόσιας διαβούλευσης του ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή, 7.2.2013.

Πηγή: enthemata.wordpress.com