Ο άντρας που στεκόταν δίπλα της είχε τυλίξει κάτω απ’ τη μασχάλη μια εφημερίδα. Εκείνη αποσπάστηκε λίγο από τα ταμπελάκια των τιμών στα προϊόντα του σούπερ μάρκετ. Πριν κάποια χρόνια, αν έβλεπε σε εφημερίδα τον τίτλο «Νέα άνοδος Χ.Α.», όπως στο χτύπημα του υπό μάλης εξωφύλλου, θα σκιρτούσε με ανακούφιση που ανέβηκαν οι μετοχές της στο Χρηματιστήριο Αξιών, ενώ σήμερα, που ποιος ασχολείται με το ντεμοντέ άθλημα του Κυνηγιού της Φούσκας, τα ίδια αρχικά την εκπλήσσουν διαφορετικά – ανέβηκε κι άλλο η Χρυσή Αυγή. Πώς αλλάζουν οι καιροί και, μαζί τους, πώς αλλάζουν οι καημοί.

Ads

Στην πραγματικότητα, ήταν άλλος τώρα ο καημός, καινοφανής. Ποτέ πριν δεν είχε μείνει να κοιτά ένα βαζάκι με μαρμελάδα φράουλα ψάχνοντας, σχεδόν πυρετικά, αν η πρώτη ύλη προερχόταν απ’ τη Μανωλάδα. Ποτέ πριν δεν είχε αφαιρεθεί παρατηρώντας ένα μικρό αγόρι, καθισμένο αναπαυτικά μπροστά στο καρότσι του σούπερ μάρκετ, γιατί έμοιαζε σ’ ένα άλλο αγόρι που έσβησε πριν λίγες μέρες κάπου στη Βοστώνη. Ποτέ πριν δεν νοιαζόταν τόσο για τον περιρρέοντα παραλογισμό, γενικώς. Πότε είχε δακρύσει ακούγοντας αμερικανό πρόεδρο (ήμαρτον) να μιλά σε μια εκκλησία για τα αθώα θύματα, που είχαν την ατυχία να παρακολουθούν ανυποψίαστα τον τερματισμό κάποιου μαραθωνίου. Αλλά, αλήθεια, πότε είχε περάσει μπροστά από την εκκλησία της γειτονιάς της, ψελλίζοντας υποσυνείδητα κάτι σαν προσευχή.

Πριν ήταν μόνη, τώρα το βλέπει καθαρά. Άγχη διαχειρίσιμα. Το τσιγάρο που δεν κόβεται ούτε με σφαίρες το αναθεματισμένο, η εταιρεία που είχε αρχίσει δειλά απολύσεις, το πετρέλαιο που δε της έβγαινε ούτε φέτος, οι δόσεις που τιγκάρουν τους μηνιαίους λογαριασμούς μάλλον σαν κακόγουστη φάρσα παρά σαν δράμα επαναλαμβανόμενο, άντε και κι ένα ταξίδι που διαπίστωνε πικρά ότι θα παραμείνει αιωνίως όνειρο. Η ζωή που προχωρά, ερήμην. Δεν ήταν από κείνους που αναρωτιούνται «γιατί να κάνεις παιδιά σε τέτοιο κόσμο;» με τίποτα. Πρέσβευε ότι αυτός ο κόσμος έχει ανάγκη μια γενιά που θα προσπαθήσει να συμβάλει στο σωτήριο γκρέμισμα και την αναπόφευκτη αναγέννησή του.

Συνειδητοποιεί όμως μιαν αλήθεια, τόσο άκυρη αυτή η στιγμή εκεί, δίπλα σε ράφια με λαμπερές μαρμελάδες και λαχταριστή μερέντα, πιο πέρα απ’ τον πάγκο με τις μπύρες και τα αναψυκτικά. Νιώθει σαν ψάρι έξω απ’ τη γυάλα, σαν να κρατά την αναπνοή της μέχρι να επιστρέψει στον προστατευμένο υδάτινο κόσμο της. Η γυάλα της· βαμμένη ανοιχτό ροζ με κουρτίνες λευκές, έχει αγγελάκια που κρέμονται απ’ το φωτιστικό και ξεχασμένες μυρωδιές της δικής της παιδικής ηλικίας.

Ads

Στο κέντρο της, σ’ ένα φωτεινό λίκνο, βρίσκεται ένα πλάσμα που της αποκαλύπτει το θαύμα. Δακρύζει από την ομορφιά του κόσμου της, δεν αντέχει την συγκίνηση που ξεχειλίζει και αναβλύζει απ’ τα μάτια. Κάπου μέσα στη φρίκη αυτή, καθώς χύτρες γεμάτες σφαιρίδια και λεπίδες εκρήγνυνται σε αθώους μαραθώνιους, καθώς αιματοβαμμένες φράουλες φυτρώνουν σε φαινομενικά γαλήνια χωράφια, στον κόσμο του τρόμου, μέσα στο βασίλειο του εμπορίου, δακρύζει από την ομορφιά και, για να μην τη δουν, βγάζει βιαστικά ένα χαρτομάντηλο από την τσάντα.

Πρέπει να βρει τρόπο να πει στο παιδί ότι τα αγγελάκια, που πετούν στο φως του δωματίου του, δε θα κατέβουν να πατήσουν στη Γη. Μανωλάδα ή Βοστώνη, Τεχεράνη ή Γάζα. Μαρμελάδα φράουλα. Νέα άνοδος Χ.Α. Έβαλε τα χαρτομάντηλα στην τσάντα. Έψαξε με στεγνά πλέον μάτια το ταμείο με τη μικρότερη ουρά. Λίγο ακόμη έξω απ’ τη γυάλα και ήταν σίγουρη ότι θα πάθει ασφυξία.