Το τε­λευ­ταίο διά­στη­μα ο δη­μο­σιο­νο­μι­κός πολ­λα­πλα­σια­στής μπή­κε για τα κα­λά στη ζωή των ελλήνων, α­φού α­πέ­κτη­σε κε­ντρι­κό, ρό­λο στην πο­λι­τι­κή α­ντι­πα­ρά­θε­ση και το δη­μό­σιο διά­λο­γο. Ήταν πράγ­μα­τι «λά­θος» η υ­πο­ε­κτί­μη­ση του; Θα γί­νει ε­πί­ση­μα α­πο­δε­κτή η διόρθω­σή του α­πό το ΔΝΤ και την τρόι­κα; Πρέ­πει να γί­νει ο πολ­λα­πλα­σια­στής το ό­πλο της χώ­ρας μας για ε­πα­να­δια­πραγ­μά­τευ­ση του Μνη­μο­νίου; Πρέ­πει η Αρι­στε­ρά να ε­πεν­δύ­σει στο δη­μο­σιο­νο­μι­κό πολ­λα­πλα­σια­στή;

Ads

Η ι­δέα του δη­μο­σιο­νο­μι­κού πολ­λα­πλα­σια­στή μας πη­γαί­νει πί­σω στο δη­μιουρ­γό της Ρί­τσαρ­ντ Καν. Όμως, ό­πως συμ­βαί­νει πά­ντα με τα ι­διο­κτη­σια­κά δι­καιώ­μα­τα των ι­δεών, αυ­τά τε­λι­κά α­νή­κουν σε ε­κεί­νους που έ­χουν υ­ψη­λή δη­μο­σιό­τη­τα. Στην πε­ρί­πτω­σή μας το ι­διο­κτη­σια­κό καθε­στώς πέ­ρα­σε, ευ­τυ­χώς, στο ό­νο­μα του Τζον Κέι­νς. Ο τε­λευ­ταίος χρη­σι­μο­ποίη­σε την ι­δέα του Καν για να δεί­ξει την ε­πί­δρα­ση της με­τα­βο­λής της δα­πά­νης στο ει­σό­δη­μα, μέ­σω του μη­χα­νι­σμού της δη­μιουρ­γίας α­πα­σχό­λη­σης. Στην Πο­λι­τι­κή Οι­κο­νο­μία της Γε­νι­κής Θεω­ρίας ο δημoσιο­νο­μι­κός πολ­λα­πλα­σια­στής δεν έ­χει θε­με­λια­κό ρό­λο, εί­ναι ω­στό­σο έ­νας α­πό τους πα­ρα­σκη­νια­κούς μη­χα­νι­σμούς που ε­πι­τρέ­πουν στον Κέι­νς να θε­με­λιώ­σει την κρι­τι­κή του στην αυ­το­ρυθ­μι­στι­κή δυ­να­τό­τη­τα της ε­λεύ­θε­ρης α­γο­ράς και να προ­τεί­νει ως α­να­γκαία την κρα­τι­κή πα­ρέμ­βα­ση στη δια­μόρ­φω­ση της ε­νερ­γού ζή­τη­σης.

Λά­θος γνω­στό στους ε­πι­κρι­τές της τρόι­κας

Τα προ­α­να­φε­ρό­με­να εί­ναι «δε­δο­μέ­νη γνώ­ση» σε ό­λους ό­σοι έ­χουν ε­πι­τρέ­ψει σε αυ­τές τις ι­δέες να δια­μορ­φώ­σουν τη σκέ­ψη τους. Αυ­τοί δεν ε­ξε­πλά­γη­σαν με την πα­ρα­δο­χή του ΔΝΤ ό­τι η πραγ­μα­τι­κή τι­μή του δη­μο­σιο­νο­μι­κού πολ­λα­πλα­σια­στή εί­ναι με­γα­λύ­τε­ρη α­πό ε­κεί­νην που χρησιμο­ποιή­θη­κε στην ε­κτί­μη­ση των προ­βλέ­ψεων των ε­πι­πτώ­σεων της δη­μο­σιο­νο­μι­κής προ­σαρ­μο­γής της Ελλά­δας. Το γνώ­ρι­ζαν, α­πο­τε­λού­σε μέ­ρος της κρι­τι­κής τους στην πο­λι­τι­κή των Μνη­μο­νίων. Για αυ­τό νιώ­θουν κά­πως α­μή­χα­να τώ­ρα που α­κού­νε τους πά­ντες να μι­λά­νε για το «λά­θος» του ΔΝΤ, χω­ρίς να υ­πο­τι­μούν τη ση­μα­σία της πα­ρα­δο­χής του. Η α­μη­χα­νία τους γί­νε­ται με­γα­λύ­τε­ρη ό­ταν α­κού­νε πολ­λές φω­νές να ι­σχυ­ρί­ζο­νται ό­τι εί­ναι τώ­ρα η με­γά­λη ευ­και­ρία για ε­πα­να­δια­πραγ­μά­τευ­ση της πο­λι­τι­κής των Μνη­μο­νίων.

Ads

Η κα­τα­νό­η­ση του «λά­θους» του ΔΝΤ και οι «δυ­να­τό­τη­τες» που δη­μιουρ­γού­νται για ε­πα­να­δια­πραγ­μά­τευ­ση προϋπο­θέ­τουν γνώ­ση της ε­ξέ­λι­ξης της συμ­βα­τι­κής μα­κροοι­κο­νο­μι­κής σκέ­ψης των τε­λευ­ταίων σα­ρά­ντα χρό­νων. Πο­λύ συ­νο­πτι­κά, με­τά την κρί­ση του νε­ο­κλα­σι­κού κεϊνσιανισμού στη δε­κα­ε­τία του 1960 και την ά­νο­δο του μο­νε­τα­ρι­σμού, η συμ­βα­τι­κή οι­κο­νο­μι­κή σκέ­ψη υιο­θέ­τη­σε πλή­ρως τη βα­σι­κή αρ­χή του οι­κο­νο­μι­κού φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού, δη­λα­δή την αρ­χή της αυ­το­ρύθ­μι­σης των ε­λεύ­θε­ρων α­γο­ρών. Η πο­λι­τι­κή ι­δε­ο­λο­γία της κυ­ρίαρ­χης οι­κο­νο­μι­κής σκέ­ψης έ­πρε­πε, ω­στό­σο, να συ­γκα­λυ­φθεί για να ε­πι­τε­λέ­σει α­πο­τε­λε­σμα­τι­κά το ρό­λο της στη δια­μόρ­φω­ση της σκέ­ψης οι­κο­νο­μο­λό­γων και πο­λι­τι­κών. Αυ­τό θα μπο­ρού­σε να γί­νει μό­νο εάν α­να­πτύσ­σο­νταν μα­κροοι­κο­νο­μι­κά μο­ντέ­λα στα ο­ποία δεν υ­πήρ­χε ρό­λος για το κρά­τος. Πώς, ό­μως, θα έ­βγαι­νε το κρά­τος α­πό την οι­κο­νο­μι­κή α­νά­λυ­ση και κυ­ρίως α­πό την ά­σκη­ση οι­κο­νο­μι­κής πο­λι­τι­κής; Στο κυ­ρίαρ­χο τό­τε υ­πό­δειγ­μα του νε­ο­κλα­σι­κού κεϊνσια­νι­σμού, η α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα της κρα­τι­κής πα­ρέμ­βα­σης συ­σχετ­τζό­ταν με την α­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα της δημοσιονομι­κής πο­λι­τι­κής να στα­θε­ρο­ποιεί τη ζή­τη­ση και να δη­μιουρ­γεί α­πα­σχό­λη­ση και νέο ει­σό­δη­μα. Ο δη­μο­σιο­νο­μι­κός πολ­λα­πλα­σια­στής έ­δει­χνε τη δυ­να­μι­κή του στα­θε­ρο­ποιη­τι­κού και ε­πε­κτα­τι­κού α­πο­τε­λέ­σμα­τος της κρα­τι­κής πα­ρέμ­βα­σης. Στο ση­μείο αυ­τό αρ­χί­ζει η θεω­ρ­ική πε­ρι­πέ­τεια του πολ­λα­πλα­σια­στή, κα­θώς εί­χε την α­τυ­χία να ταυ­το­λο­γη­θεί ως ι­δε­ο­λο­γι­κός εχ­θρός της αυ­το­ρυθ­μι­ζό­με­νης ε­λεύ­θε­ρης α­γο­ράς.

Οι α­παρ­χές της υ­πο­βάθ­μι­σης του πολ­λα­πλα­σια­στή

Στα συμ­βα­τι­κά μα­κροοι­κο­νο­μι­κά υ­πο­δείγ­μα­τα που α­κο­λού­θη­σαν την ά­νο­δο του μο­νε­τα­ρι­σμού η δη­μο­σιο­νο­μι­κή πο­λι­τι­κή υ­πο­βαθ­μί­στη­κε ως α­να­πο­τε­λε­σμα­τι­κή. Το θεω­ρη­τι­κό ε­πι­χεί­ρη­μα που συ­νό­δευε την υ­πο­βάθ­μι­ση αυ­τή ή­ταν «ε­μπει­ρι­κά θε­με­λιω­μέ­νο» με τη μείω­ση της τι­μής του πολ­λα­πλα­σια­στή. Στο μα­κροοι­κο­νο­μι­κό μο­ντέ­λο της «νέ­ας συ­ναί­νε­σης», το ο­ποίο κυ­ριαρ­χού­σε μέ­χρι τη χρη­μα­το­πι­στω­τι­κή κρί­ση του 2007-8 ως μο­ντέ­λο οι­κο­νο­μι­κής α­νά­λυ­σης και οι­κο­νο­μι­κής πο­λι­τι­κής στη σκέ­ψη της συ­ντρι­πτι­κής πλειο­νό­τη­τας των οι­κο­νο­μο­λό­γων κε­ντρι­κών τρα­πε­ζι­τών, πο­λι­τι­κών και δη­μο­σιο­γρά­φων και διε­θνών ορ­γα­νι­σμών ό­πως π.χ. το ΔΝΤ, η τι­μή του δη­μο­σιο­νο­μι­κού πολ­λα­πλα­σια­στή κυ­μαι­νό­ταν με­τα­ξύ 0-0,5.

Ήταν λοι­πόν λά­θος, σκό­πι­μο ή μη, ο πολ­λα­πλα­σια­στής που χρη­σι­μο­ποίη­σαν οι οι­κο­νο­μο­λό­γοι του ΔΝΤ και που, υ­πο­θέ­τω με με­γά­λη ευ­κο­λία, α­πο­δέ­χτη­καν οι ο­μοϊδεά­τες τους έλ­λη­νες δια­πραγ­μα­τευ­τές που δια­χει­ρί­στη­καν την κρί­ση χρέ­ους της χώ­ρας μας; Η σω­στή α­πά­ντη­ση, κα­τά την ά­πο­ψή μου, εί­ναι ό­χι. Δεν υ­πάρ­χει κα­νέ­να α­πο­λύ­τως λά­θος, αυ­τό που υ­πήρ­χε και υ­πάρ­χει εί­ναι η πο­λι­τι­κή ε­πι­λο­γή ε­νός πο­λύ συ­γκε­κρι­μέ­νου μο­ντέ­λου οι­κο­νο­μι­κής θεω­ρίας και οι­κο­νο­μι­κής πο­λι­τι­κής που χρη­σι­μο­ποιού­σε έ­να πο­λύ συ­γκε­κρι­μέ­νο διά­στη­μα τι­μών για τον πολλα­πλα­σια­στή, ώ­στε να δια­μορ­φω­θεί μια πο­λύ συ­γκε­κρι­μέ­νη σχέ­ση με­τα­ξύ κρά­τους και α­γο­ράς.

Σε αυ­τό το πλαί­σιο, το ε­ρώ­τη­μα για το εάν η πα­ρα­δο­χή του «λά­θους» δη­μιουρ­γεί χώ­ρο για αλ­λα­γές στο πρό­γραμ­μα προ­σαρ­μο­γής της Ελλά­δας α­πο­κτά δια­φο­ρε­τι­κά ποιο­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Για πα­ρά­δειγ­μα, εάν ο πολ­λα­πλα­σια­στής εί­ναι πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρος του 0,5 τό­τε η με­τα­βο­λή της δη­μο­σιο­νο­μι­κής πο­λι­τι­κής θα έ­χει ση­μα­ντι­κή ε­πί­δρα­ση στην οι­κο­νο­μι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα, την α­πα­σχό­λη­ση, κ.λπ. Αμέ­σως προ­κύ­πτει έ­να σο­βα­ρό ζή­τη­μα πο­λι­τι­κής οι­κο­νο­μίας. Δη­μιουρ­γεί­ται ζω­τι­κός χώ­ρος στα­θε­ρο­ποιη­τι­κής και α­να­πτυ­ξια­κής κρα­τι­κής πα­ρέμ­βα­σης.

Επιπλέον, α­φού η δη­μο­σιο­νο­μι­κή πο­λι­τι­κή εί­ναι α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή, τό­τε η νο­μι­σμα­τι­κή πο­λι­τι­κή ο­φεί­λει να λά­βει υ­πό­ψη της τη χρη­μα­το­δό­τη­ση της δη­μο­σιο­νο­μι­κής πο­λι­τι­κής και τις ε­πι­πτώ­σεις αυ­τής στην ε­νερ­γό ζή­τη­ση, την α­πα­σχό­λη­ση, κ.λπ. Τέ­λος, εάν η δη­μο­σιο­νο­μι­κή πο­λι­τι­κή δη­μιουρ­γεί ει­σό­δη­μα και α­πα­σχό­λη­ση, τό­τε η α­ντι­με­τώ­πι­ση της α­νερ­γίας δεν προϋπο­θέ­τει α­πο­κλει­στι­κά και μό­νο πα­ρεμ­βά­σεις στην α­γο­ρά ερ­γα­σίας (α­πο­ρύθ­μι­ση ερ­γα­σια­κών σχέ­σεων, κα­τάρ­γη­ση κα­τώ­τα­του μι­σθού, ε­πι­δό­μα­τος α­νερ­γίας και ερ­γα­σια­κών δι­καιω­μά­των).

Οι προσ­δο­κίες πε­ρί ε­πα­να­δια­πραγ­μά­τευ­σης

Ποιο εί­ναι το συ­μπέ­ρα­σμα που προ­κύ­πτει; Η πα­ρα­δο­χή του «λά­θους» συ­νε­πά­γε­ται την πα­ρα­δο­χή του λά­θους μο­ντέ­λου οι­κο­νο­μι­κής θεω­ρίας και οι­κο­νο­μι­κής πο­λι­τι­κής και, α­κό­μη πιο ση­μα­ντι­κό, την πα­ρα­δο­χή της λά­θους πο­λι­τι­κής ι­δε­ο­λο­γίας. Μπο­ρού­με να πε­ρι­μέ­νου­με, λοι­πόν, την ε­πί­ση­μη πα­ρα­δο­χή του «λά­θους» και να δη­μιουρ­γού­με προσ­δο­κίες πε­ρί ε­πα­να­δια­πραγ­μά­τευ­σης του προ­γράμ­μα­τος οι­κο­νο­μι­κής προ­σαρ­μο­γής; Η α­πά­ντη­ση προϋπο­θέ­τει πε­ρισ­σό­τε­ρη γνώ­ση για τις ε­ξε­λί­ξεις στη συμ­βα­τι­κή μα­κροοι­κο­νο­μι­κή σκέ­ψη με­τά τη χρη­μα­το­πι­στω­τι­κή και οι­κο­νο­μι­κή κρί­ση του 2007-2009, οι ο­ποίες πή­ραν δη­μο­σιό­τη­τα με­τά το κεί­με­νο ερ­γα­σίας που δη­μο­σίευ­σαν οι Μπλαν­σάρ και Λι. Η γνώ­ση της συ­ζή­τη­σης εί­ναι ε­ξαι­ρε­τι­κά ση­μα­ντι­κή για­τί τα ό­ρια της ί­σως προσ­διο­ρί­ζουν τα ό­ρια των προσ­δο­κιών που ο­φεί­λου­με να διαμορφώσου­με σχε­τι­κά με το ζή­τη­μα του πολ­λα­πλα­σια­στή και της ε­πα­να­δια­πραγ­μά­τευ­σης του Μνη­μο­νίου.­

Η α­πα­ξίω­ση του δη­μο­σιο­νο­μι­κού πολ­λα­πλα­σια­στή δεν ε­ξυ­πη­ρε­τού­σε μό­νο την πο­λι­τι­κή ι­δε­ο­λο­γία του νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού. Η μείω­ση της τι­μής του κο­ντά στο μη­δέν ε­πι­τρέ­πει υ­ψη­λή συ­σχέ­τι­ση με­τα­ξύ δη­μο­σιο­νο­μι­κής λι­τό­τη­τας και δη­μο­σιο­νο­μι­κής προ­σαρ­μο­γής. Η συ­ζή­τη­ση που λαμ­βά­νει χώ­ρα αμ­φι­σβη­τεί αυ­τήν τη συ­σχέ­τι­ση. Η δη­μο­σιο­νο­μι­κή προ­σαρ­μο­γή α­φο­ρά τη μείω­ση των πο­σο­στών του δη­μό­σιου ελ­λείμ­μα­τος και χρέ­ους στο Α­ΕΠ. Η δη­μο­σιο­νο­μι­κή λι­τό­τη­τα εί­ναι μέ­τρα δη­μο­σιο­νο­μι­κής πο­λι­τι­κής. Η μό­νη πε­ρί­πτω­ση ό­που η δη­μο­σιο­νο­μι­κή προσαρμογή μπο­ρεί να ε­πι­τευχ­θεί με λι­τό­τη­τα εί­ναι ό­ταν ο δη­μο­σιο­νο­μι­κός πολ­λα­πλα­σια­στής εί­ναι πο­λύ μι­κρός. Μό­νο τό­τε η μείω­ση του α­ριθ­μη­τή, π.χ. του δη­μό­σιου ελ­λείμ­μα­τος, μπο­ρεί να ο­δη­γή­σει σε μείω­ση του πο­σο­στού του στο Α­ΕΠ. Αυ­τό δεν μπο­ρεί να συμ­βεί ό­ταν η τι­μή του δη­μο­σιο­νο­μι­κού πολ­λα­πλα­σια­στή εί­ναι υ­ψη­λή, για­τί η έ­κτα­ση και το βά­θος της οι­κο­νο­μι­κής ύ­φε­σης που θα προ­κλη­θεί α­πό τη δη­μο­σιο­νο­μι­κή λι­τό­τη­τα εί­ναι πο­λύ πι­θα­νό να δη­μιουρ­γή­σουν α­πο­κλί­σεις α­πό τους ε­πι­διω­κό­με­νους στό­χους της δη­μο­σιο­νο­μι­κής προ­σαρ­μο­γής. Η συ­ζή­τη­ση πε­ρι­στρέ­φε­ται γύ­ρω α­πό την πα­ρα­δο­χή ό­τι η τι­μή του πολ­λα­πλα­σια­στή εί­ναι υ­ψη­λή, ει­δι­κά στις οι­κο­νο­μίες που εί­ναι σε ύ­φε­ση.

Επι­βρά­δυν­ση του ρυθ­μού προ­σαρ­μο­γής

Οι συμ­βα­τι­κές α­πό­ψεις που έ­χουν δια­τυ­πω­θεί συ­γκλί­νουν στην ά­πο­ψη ό­τι α­παι­τεί­ται ε­πι­βρά­δυν­ση του ρυθ­μού δη­μο­σιο­νο­μι­κής προ­σαρ­μο­γής, συ­νε­πώς και δη­μο­σιο­νο­μι­κής λι­τό­τη­τας στις χώ­ρες που έ­χουν δη­μο­σιο­νο­μι­κές α­νι­σορ­ρο­πίες. Ωστό­σο, το μεί­ζον ε­ξα­κο­λου­θεί να εί­ναι τα μη­νύ­μα­τα α­ξιο­πι­στίας και φε­ρεγ­γυό­τη­τας που στέλ­νο­νται στις α­γο­ρές και που συμ­βάλ­λουν στη δια­τή­ρη­ση της ε­μπι­στο­σύ­νης των ε­πεν­δυ­τών. Η τε­λευ­ταία α­ξιο­λο­γεί­ται ως πο­λύ ση­μα­ντι­κή για να δια­τη­ρη­θεί το κό­στος δα­νει­σμού χα­μη­λά και να έ­χει η οι­κο­νο­μία πρό­σβα­ση στις αγορές ο­μο­λό­γων για την α­να­χρη­μα­το­δό­τη­ση των δα­νεια­κών υ­πο­χρεώ­σεων και της α­νά­πτυ­ξής της.

Επι­πλέ­ον, η πλειο­νό­τη­τα αυ­τών που υ­πο­στη­ρί­ζουν την ε­πι­βρά­δυν­ση της δη­μο­σιο­νο­μι­κής λι­τό­τη­τας ε­κτι­μούν ό­τι ό­ταν μια χώ­ρα έ­χει α­πο­λέ­σει τη φε­ρεγ­γυό­τη­τά της στις διε­θνείς α­γο­ρές και δα­νεί­ζε­ται με υ­ψη­λό κό­στος, τό­τε η ορ­θο­λο­γι­κή δη­μο­σιο­νο­μι­κή δια­χεί­ρι­ση θα ε­πι­τευχ­θεί με την αύ­ξη­ση του ρυθ­μού δη­μο­σιο­νο­μι­κής λι­τό­τη­τας και προ­σαρ­μο­γής για να μειω­θεί το μα­κροοι­κο­νο­μι­κό ρί­σκο της οι­κο­νο­μίας. Αυ­τό που προ­η­γεί­ται εί­ναι οι προσ­δο­κίες και η ψυ­χο­λο­γία της α­γο­ράς ο­μο­λό­γων. Ση­μειώ­νουν ό­τι το ρί­σκο μα­κροοι­κο­νο­μι­κής στα­θε­ρό­τη­τας μειώ­νει την τι­μή του δη­μο­σιο­νο­μι­κού πολ­λα­πλα­σια­στή κά­τω α­πό την τι­μή που έ­χει ό­ταν το ε­θνι­κό μα­κροοι­κο­νο­μι­κό ρί­σκο εί­ναι χα­μη­λό. Κυ­ριαρ­χεί δη­λα­δή η ι­δέα ό­τι οι α­γο­ρές δια­μορ­φώ­νουν τις προσ­δο­κίες τους βά­σει της ε­πι­διω­κό­με­νης λι­τό­τη­τας (μείω­ση ελ­λείμ­μα­τος) και ό­χι της ύ­φε­σης που θα προ­κλη­θεί (μείω­ση Α­ΕΠ).

Ο νε­ο­κλα­σι­κός κεϊνσια­νι­σμός

Το εκ­πλη­κτι­κό εί­ναι ό­τι ο δη­μο­σιο­νο­μι­κός πολ­λα­πλα­σια­στής κα­λεί­ται ξα­νά να προσ­διο­ρί­σει το ι­δε­ο­λο­γι­κό α­πο­τέ­λε­σμα της υ­πό δια­μόρ­φω­ση πο­λι­τι­κής οι­κο­νο­μίας του χρη­μα­τι­στι­κο­ποιη­μέ­νου κα­πι­τα­λι­σμού. Όμως αυ­τήν τη φο­ρά δεν χρη­σι­μο­ποιεί­ται για να βγά­λει το κρά­τος α­πό την οι­κο­νο­μι­κή α­νά­λυ­ση και την οι­κο­νο­μι­κή πο­λι­τι­κή, αλ­λά για να το ε­πα­να­φέ­ρει. Η ε­πα­να­φο­ρά του κρά­τους γί­νε­ται, ό­μως, με τους ό­ρους του νε­ο­κλα­σι­κού κεϊνσια­νι­σμού, δη­λα­δή η δη­μο­σιο­νο­μι­κή πο­λι­τι­κή (ξα­νά)έ­γι­νε α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή ε­ξαι­τίας της α­πο­τυ­χίας της νο­μι­σμα­τι­κής πολι­τι­κής (πο­λύ χα­μη­λά ε­πι­τό­κια, πι­στω­τι­κή χα­λά­ρω­ση) να δη­μιουρ­γή­σει ι­σχυ­ρό στα­θε­ρο­ποιη­τι­κό α­πο­τέ­λε­σμα. Πρέ­πει λοι­πόν να ελ­πί­ζου­με, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο να ζη­τά­με, ε­πα­να­δια­πραγ­μά­τευ­ση των Μνη­μο­νίων βά­σει της πα­ρα­δο­χής του «λά­θους» του ΔΝΤ; Αν συμ­βεί ποια θα είναι πι­θα­νά η κα­τεύ­θυν­σή της; Πριν α­πα­ντή­σω σε αυ­τά τα ε­ρω­τή­μα­τα θα ή­θε­λα να προ­σθέ­σω ό­τι η πε­ρί­πτω­ση της Ελλά­δας εί­ναι αρ­κε­τά πιο σύν­θε­τη α­πό ε­κεί­νην μιας χώ­ρας που στο­χεύει α­πο­κλει­στι­κά τη δη­μο­σιο­νο­μι­κή της προ­σαρ­μο­γή, η πε­ρί­πτω­ση δη­λα­δή που α­πα­σχο­λεί τη συμ­βα­τι­κή έ­ρευ­να. Η Ελλά­δα α­ντι­με­τω­πί­ζει δύο μεί­ζο­να προ­βλή­μα­τα, τη σχέ­ση δη­μο­σιο­νο­μι­κής λι­τό­τη­τας – δη­μο­σιο­νο­μι­κής προ­σαρ­μο­γής και τη χρη­μα­το­δό­τη­ση της ε­ξυ­πη­ρέ­τη­σης των δα­νεια­κών υ­πο­χρεώ­σεων της. Πιο α­πλά, στο προ­α­να­φε­ρό­με­νο πλαί­σιο ε­ξέ­λι­ξης των συμβατικών ι­δεών, η τρόι­κα θα μπο­ρού­σε να συμ­φω­νή­σει στην ε­πι­βρά­δυν­ση της δη­μο­σιο­νο­μι­κής λι­τό­τη­τας μό­νο εάν το μα­κροοι­κο­νο­μι­κό α­πο­τέ­λε­σμα της δεν δη­μιουρ­γού­σε με­γα­λύ­τε­ρο κε­νό χρη­μα­το­δό­τη­σης. Δε­δο­μέ­νου ό­τι ο δη­μο­σιο­νο­μι­κός πολ­λα­πλα­σια­στής δεν μπο­ρεί να εί­ναι γνω­στός με α­κρί­βεια και, ε­πί­σης, με­τα­βάλ­λε­ται α­νά­λο­γα με την κυ­κλι­κή ε­ξέ­λι­ξη της οι­κο­νο­μίας, κά­τι τέ­τοιο δεν μπο­ρεί να ε­κτι­μη­θεί εκ των προ­τέ­ρων με α­ξιο­πι­στία. Συ­νε­πώς, το ΔΝΤ και η τρόι­κα θα μπο­ρού­σαν να πα­ρα­δε­χτούν το «λά­θος» τους και να συμ­φω­νή­σουν στην επιβράδυν­ση της λι­τό­τη­τας, μό­νο εάν α) υ­πάρ­χουν ι­σο­δύ­να­μα μέ­τρα που θα κρα­τή­σουν α­με­τά­βλη­τη την πρό­βλε­ψη του πρω­το­γε­νούς πλε­ο­νά­σμα­τος, β) υ­πάρ­χει α­πό­φα­ση (της Γερ­μα­νίας) για νέα χρη­μα­το­δό­τη­ση του ελ­λη­νι­κού προ­γράμ­μα­τος, γ) υ­πάρ­χει α­πό­φα­ση (της Γερ­μα­νίας) για νέο κού­ρε­μα του χρέ­ους. Συ­νε­πώς η πα­ρα­δο­χή του «λά­θους» συ­νε­πά­γε­ται ε­πα­να­δια­πραγ­μά­τευ­ση της Δα­νεια­κής Σύμ­βα­σης και του Μνη­μο­νίου.

Δύο πι­θα­νά σε­νά­ρια ε­ξε­λί­ξεω­ν

Η τρέ­χου­σα ι­στο­ρι­κή συ­γκυ­ρία της Ελλά­δας δη­μιουρ­γεί δύο πι­θα­νά σε­νά­ρια ε­ξε­λί­ξεων. Το πρώ­το εί­ναι η ε­πα­να­δια­πραγ­μά­τευ­ση, ε­φό­σον γί­νει, να γί­νει α­πό την τρι­κομ­μα­τι­κή κυ­βέρ­νη­ση Σα­μα­ρά ή κά­ποιο άλ­λο μόρ­φω­μα της. Το α­πο­τέ­λε­σμα, στην κα­λύ­τε­ρη των πε­ρι­πτώ­σεων, θα ήταν ί­σως μια πιο ή­πια λι­τό­τη­τα, κά­ποιο νέο κού­ρε­μα και έ­να νέο πρό­γραμ­μα χρη­μα­το­δό­τη­σης του ελ­λη­νι­κού χρέ­ους. Η ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μία και κοι­νω­νία θα συ­νέ­χι­ζε το τα­ξί­δι της στο σκο­τει­νό τού­νελ των Μνη­μο­νίων ε­πι­βρα­δύ­νο­ντας το ρυθ­μό της λι­τό­τη­τας α­νά­λο­γα με τις αντοχές και τις α­ντι­δρά­σεις της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νίας.

Η δεύ­τε­ρη ε­πι­λο­γή εί­ναι η ε­πα­να­δια­πραγ­μά­τευ­ση να γί­νει α­πό α­ρι­στε­ρή κυ­βέρ­νη­ση με κορ­μό πι­θα­νά τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Εδώ τα πράγ­μα­τα γί­νο­νται α­μέ­σως πιο σύν­θε­τα. Όλη η συ­ζή­τη­ση για το δη­μο­σιο­νο­μι­κό πολ­λα­πλα­σια­στή γί­νε­ται με τους ι­δε­ο­λο­γι­κούς ό­ρους της κε­ντρο­δε­ξιάς-δε­ξιάς οι­κο­νο­μι­κής θεω­ρίας. Η συ­ζή­τη­ση κι­νεί­ται με­τα­ξύ ε­πι­χει­ρη­μά­των που πη­γά­ζουν α­πό το νε­ο­κλα­σι­κό κεϊνσια­νι­σμό μέ­χρι τα μα­κροοι­κο­νο­μι­κά της «νέ­ας συ­ναί­νε­σης». Αυ­τό πρα­κτι­κά ση­μαί­νει ό­τι η συ­ζή­τη­ση α­φο­ρά την αμ­φι­σβή­τη­ση της ε­πί­δρα­σης της δη­μο­σιο­νο­μι­κής λι­τό­τη­τας στην οι­κο­νο­μι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα, και ό­χι της ί­διας της λι­τό­τη­τας. Για την Αρι­στε­ρά το πρό­βλη­μα δεν εί­ναι ή δεν θα έ­πρε­πε να εί­ναι ο πολ­λα­πλα­σια­στής, αλ­λά το πρό­ση­μο της δη­μο­σιο­νο­μι­κής με­τα­βο­λής. Η δη­μο­σιο­νο­μι­κή λι­τό­τη­τα έ­χει αρ­νη­τι­κό πρό­ση­μο. Τα συμ­φέ­ρο­ντα που πρέπει να υ­πη­ρε­τεί η Αρι­στε­ρά ε­ξυ­πη­ρε­τού­νται α­πό θε­τι­κό πρό­ση­μο. Για μια κυ­βέρ­νη­ση της Αρι­στε­ράς η γνώ­ση του πολ­λα­πλα­σια­στή εί­ναι έ­να δευ­τε­ρεύον τε­χνι­κό ζή­τη­μα στον προσ­διο­ρι­σμό του μα­κροοι­κο­νο­μι­κού α­πο­τε­λέ­σμα­τος της α­ντι-υ­φε­σια­κής οι­κο­νο­μι­κής πο­λι­τι­κής που θα πρέ­πει να δια­πραγ­μα­τευ­τεί με την τρόι­κα. 

Εποχή