Η Ελλάδα εφαρμόζοντας ένα φιλόδοξο πρόγραμμα απέδειξε ότι οι επικριτές της ήταν λάθος, υποστηρίζει ο Όλι Ρεν σε άρθρο του στην εφημερίδα Wall Street Journal υπό τον τίτλο τίτλο «Η ελληνική αναγέννηση». Ακόμα, χαρακτηρίζει αβάσιμε στις ανησυχίες για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.

Ads

Ο ευρωπαίος επίτροπος σημειώνει χαρακτηριστικά ότι η Αθήνα απέδειξε ότι όσοι αμφέβαλαν είχαν άδικο καθώς «το φιλόδοξο και εμπροσθοβαρές πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης είναι εντός προγράμματος προκειμένου να εξασφαλίσει την επιστροφή στην μακροοικονομική και δημοσιονομική σταθερότητα, σε μια πιο ισχυρή και πιο ισορροπημένη ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα».

Ο Όλι Ρεν αναφέρεται στο άρθρο του στα μέτρα που πήρε η ελληνική κυβέρνηση, σημειώνοντας πως «η δημοσιονομική εξυγίανση προχωρά βάσει των μέτρων λιτότητας, ενώ οι μεταρρυθμίσεις στη δημοσιονομική διακυβέρνηση (για παράδειγμα στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής) έχουν προχωρήσει.

Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προχωρούν από την ευελιξία στους εργασιακούς κανόνες, την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης και τη μείωση των συντάξεων, έως και τη βελτίωση του εργασιακού περιβάλλοντος με τον περιορισμό της γραφειοκρατίας. Κάποιες από τις μεταρρυθμίσεις εφαρμόζονται ακόμα και μπροστά από το (υπάρχον χρονοδιάγραμμα)».

Ads

Ακόμα, προσθέτει ότι η Αθήνα θα πρέπει να εξακολουθήσει στο δρόμο εφαρμόζοντας με αυστηρότητα τις μεταρρυθμίσεις και «εκπλήσσοντας τις αγορές επιτυγχάνοντας κάποιους από τους στόχους της όσον αφορά το έλλειμμα πριν από το χρονοδιάγραμμα που έχει θέσει».

Ο επίτροπος τονίζει επίσης ότι «η Ελλάδα θα πρέπει να απελευθερώσει και να ρυθμίσει εκ νέου τομείς κλειδιά της οικονομίας της και ιδίως τον τουρισμό, το λιανικό εμπόριο, την ενέργεια, τις μεταφορές και σε μία σειρά από κλειστά επαγγέλματα».

Αν και παραδέχεται ότι η πορεία των ελληνικών μεταρρυθμίσεων δεν έχει δώσει τέρμα στην ανησυχία ότι η Αθήνα ενδέχεται να εξαναγκαστεί σε αναδιάρθρωση του χρέους της, τονίζει ότι ο ίδιος θεωρεί τις ανησυχίες αυτές «αβάσιμες».

Σύμφωνα με τον ίδιο είναι αβάσιμες για τρεις λόγους:

Πρώτον, το πρόγραμμα είναι αναμφίβολα φιλόδοξο είναι επίσης και ρεαλιστικό. Βασίζεται σε ένα συνετό μακροοικονομικό σενάριο, παρόλα αυτά είναι έτσι σχεδιασμένο ώστε η δυναμική του χρέους να είναι βιώσιμη ακόμα και στα πλαίσια μιας πιο συντηρητικής πρόβλεψης κατά τη διάρκεια του προγράμματος αυτού. Στην πραγματικότητα, μεταξύ άλλων, η εντυπωσιακή πρόοδος με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι πιθανό να οδηγήσει σε μεγαλύτερη ανάπτυξη του ΑΕΠ από ότι αρχικά αναμενόταν.

Δεύτερον, η ευρύτερη ατζέντα μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνει το πρόγραμμα έχει στόχο να ενισχύσει την μεσοπρόθεσμη δυναμική ανάπτυξης και να βελτιώσει έτσι τη βιωσιμότητα της δυναμικής του χρέους.

Τρίτον, αυτοί που κάνουν λόγο για αναδιάρθρωση χρέους τείνουν να υποτιμούν το τεράστιο κόστος του, αφού θα σήμαινε μία σειρά από knock –on effects με παρατεταμένη αναστάτωση στην ευρύτερη οικονομία και το οικονομικό σύστημα στην Ελλάδα και δυσμενείς συνέπειες για ολόκληρη την ευρωζώνη και την παγκόσμια οικονομία. Επιπλέον το πολιτικό της κόστος θα ήταν εξαιρετικά ζημιογόνο όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για την ευρωζώνη και την ΕΕ ως σύνολο.

Παράλληλα, ο Όλι Ρεν σημειώνει ότι υπάρχουν ενδείξεις για βαθμιαία σταθεροποίηση του αισθήματος της αγοράς απέναντι στην Ελλάδα, ωστόσο παραδέχεται πως η ανάκτηση της αξιοπιστίας δεν συμβαίνει εν μία νυκτί.

«Είμαι βέβαιος ότι η αίσθηση του κινδύνου θα υποχωρήσει καθώς η προσαρμογή προχωρά, γεγονός που θα πρέπει να προετοιμάσει το έδαφος για την τελική επιστροφή στις αγορές και να καθησυχάσει όσους ανησυχούν ότι τα οφέλη από το πρόγραμμα θα μπορούσαν να εξανεμιστούν από μία αναδιάρθρωση χρέους», τονίζει.

Τέλος, υπογραμμίζει ότι η κρίση χρέους και η περίπτωση της Ελλάδας πιο συγκεκριμένα έχουν φέρει στο προσκήνιο συστημικές αδυναμίες στην οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ, ενώ προσθέτει ότι σκοπεύει μέχρι τέλος Σεπτεμβρίου να προωθήσει ένα νομοθετικό πακέτο για τις αλλαγές στη διακυβέρνηση με στόχο την αποφυγή ανάλογων κρίσεων στο μέλλον.

«Η ελληνική κρίση δεν υπήρξε απλά ένα σημείο καμπής στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας αλλά αποτέλεσε και μία κρίσιμη κινητήρια δύναμη για τη βελτίωση της οικονομικής διακυβέρνησης στην ευρωζώνη και την ΕΕ. Είμαι βέβαιος ότι θα κάνει την οικονομική και νομισματική ένωση πιο λειτουργική και πιο ισχυρή και κατά αυτόν τον τρόπο η ΕΕ θα αναδυθεί από την κρίση πιο ισχυρή», καταλήγει.