Πόση ακριβώς υπήρξε η αποχή την περασμένη Κυριακή, δεν διευκρινίστηκε ακόμα· και με το δεδομένο ότι η εκκαθάριση των εκλογικών καταλόγων φιλονικεί με την εκκαθάριση των μητρώων της ΕΣΗΕΑ για το ποια θα γίνει αργότερα, ή ποτέ, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι και στην επόμενη αναμέτρηση, το εκλογικό σώμα, πάνω από εννιά εκατομμύρια, θα φέρεται ως σχεδόν ισάριθμο με το σύνολο του πληθυσμού της χώρας.

Ads

Αυτό ασφαλώς δεν απέτρεψε ούτε τα μελοδραματικά ή χαιρέκακα σαρωτικά συμπεράσματα («οι μισοί δεν ψήφισαν») ούτε την έριδα για το ποιο κόμμα έχει «αυτονοήτως» μεγαλύτερο μερίδιο στο ποσοστό της αποχής, όπως και στο ποσοστό των λευκών και των συνειδητά άκυρων ψηφοδελτίων, που αντιμετωπίστηκαν σαν εκδηλώσεις του ίδιου κατά βάση φαινομένου, του απορριπτισμού, ενώ δεν είναι. Το λευκό και το αποφασισμένο άκυρο διατηρούν τον χαρακτήρα της συμμετοχής σε ένα τελετουργικό, έστω και για να το καταδικάσουν, ενώ η αποχή (και μιλώ εδώ για τη θυμική, πάντως πολιτικής τάξεως αποχή), που μπορεί να οφείλεται σε χίλιους διαφορετικούς λόγους, βγαίνει έξω από το σύστημα χλευάζοντάς το – αν και πολύ δύσκολα θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει αντισυστημικούς όσους ενδοσυστημικότατους και μεριδιούχους της πάσης εξουσίας προπαγάνδισαν την αποχή ασφαλισμένοι στους τηλεοπτικούς, εφημεριδογραφικούς ή άλλους θώκους τους.

Είτε για να τονώσουν την αυτοπεποίθησή τους, λοιπόν, είτε για να συντηρήσουν τις ψευδαισθήσεις τους, οι κομματικοί καταγραφείς και ερμηνευτές των εκλογικών μηνυμάτων επέμεναν να αντιδικούν στο μεσοδιάστημα από την πρώτη κάλπη στη δεύτερη για την κυριότητα ή την πατρότητα της αποχής, για τον πολιτικό της χρωματισμό. Και, αν το φαινόμενο επαναληφθεί και σήμερα, η έρις θα συνεχιστεί έως τις επόμενες εκλογές, με στόχο την ανάκτηση των «παραπλανημένων». Με την επιστημονική σιγουριά που εκ παραδόσεως τους διακρίνει, οι κομματικοί ξοδεύουν τις λέξεις τους (ένα ξόδεμα που δεν είναι υποχρεωτικό να συνυπάρχει με ξόδεμα σκέψης ή αισθήματος) για το χρώμα μιας ψήφου που δεν δόθηκε ποτέ, για το χρώμα ενός φαντάσματος δηλαδή, παρότι μάλλον γνωρίζουν κι από τον κινηματογράφο ότι οι θρύλοι παραδίδουν λευκά τα φαντάσματα. Αποκλειστικά ή κυρίως πράσινη τη θέλουν οι μεν, αποκλειστικά ή κυρίως γαλάζια οι δε, κόκκινη σε διάφορες παραλλαγές οι αριστεροί σχηματισμοί, εκτός του ΚΚΕ βέβαια, που πολλά χρόνια μετά το 1981, με το τωρινό διψήφιο ποσοστό του είδε να φτάνει πιο κοντά σ’ εκείνο το όνειρο του «17% – ΚΚΕ αλλαγή – δεύτερη κατανομή», ανδρουλακικής συλλήψεως, αν θυμάμαι καλά (αμφιβάλλω πάντως αν το θυμάται καλύτερα ο ίδιος ο ονειροπόλος). «Αν μας είχαν ψηφίσει κι αυτοί που θα μας ψήφιζαν αν πήγαιναν να ψηφίσουν, ε, τότε όλα για μας θα ήταν πολύ καλύτερα» – αυτό υπονοούν οι εξηγητές του γρίφου της αποχής, όταν δεν το λένε ευθέως. Ο Κίπλινγκ με το «Αν» του θα ένιωθε περήφανος για τους εικοτολογούντες απογόνους του.

Ιδού, λοιπόν, που ο κανόνας των γραμματικών, ότι δύο αρνήσεις μάς κάνουν μία κατάφαση, εισάγεται και στην επικράτεια της πολιτικής, όπως την εννοούν οι κομματικοί μηχανισμοί: ΔΕΝ πήγαν, ΔΕΝ μας ψήφισαν, άρα… Αρα είναι δικοί μας… Ως εκ τούτου, το ΠΑΣΟΚ μπορεί να ισχυρίζεται ότι κατά βάθος παραμένει αγκυροβολημένο στο ασφαλές ποσοστό των περυσινών εκλογών, η δε Ν.Δ. μπορεί να απολαμβάνει την εικασία τής α λα Σβαρτσενέγκερ «ολικής επαναφοράς» της, μολονότι οι ψήφοι της υπολείπονται κατά 550.000 όσων είχε αποσπάσει στις βουλευτικές του 2009. Οσο για τον κερματισμένο ΣΥΡΙΖΑ, οι επικεφαλής του αθροίζουν και πάλι τα μη αθροιζόμενα (αποχή, λευκό, άκυρο, τρία αντιτιθέμενα ψηφοδέλτια για το αξίωμα του περιφερειάρχη Αττικής), για να ξαναπούν ότι «συγκράτησαν τις δυνάμεις τους σε πολύ δύσκολες συνθήκες».

Ads

Ενα κομμάτι δίκιο το έχουν όλοι τους. Και Πασοκτζήδες απείχαν και Νεοδημοκράτες και Συριζικοί – σε ποια αναλογία, ούτε με την πιο καλά οργανωμένη δημοσκόπηση δεν θα το διακριβώναμε· άλλωστε, όπως και τούτη τη φορά πιστοποιήθηκε, οι σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης λαθεύουν με ακυρωτική συχνότητα. Η αποχή ωστόσο, ακόμα κι αν δεν ήταν 50%, όπως αρχικά εκτιμήθηκε αλλά 35% ή 40%, θα έπρεπε να οδηγήσει τα κόμματα, αντί να ερίζουν για τη διανομή μιας ασύλληπτης ή και ανύπαρκτης λείας, να σκεφτούν κάπως βαθύτερα απ’ ό,τι το συνηθίζουν και να μετρήσουν πού έσφαλαν (πού πρωτοέσφαλαν, δηλαδή) ώστε να αποκαρδιώσουν τους οπαδούς και τους φίλους τους και να τους απομακρύνουν από την κάλπη. Αντί να καμαρώνουν, λοιπόν, που έχουν μερίδιο στην αποχή και να επιδίδονται στους μικροϋπολογισμούς, μάλλον θα έπρεπε να αφιερωθούν στην αυστηρότερη δυνατή αυτοκριτική, γιατί με την πολιτεία τους τείνουν να καταστήσουν φυσική τη στάση του ιδιώτη, του αποσυρόμενου πολίτη.

Για να θυμηθούμε τον Καβάφη, η αποχή «είναι κι αυτή μια στάσις. Νιώθεται». Το πρώτο ερώτημα, ωστόσο, είναι αν αυτή η εκούσια ή εξαναγκασμένη απόσυρση σημαίνει και μερική έστω αυτοκατάργηση του πολίτη. Και το δεύτερο, αν, εκτός από τη μάλλον παροδική ικανοποίηση που προσφέρει σε όσους την αποφασίζουν, διαθέτει πολιτική αποτελεσματικότητα, αν νουθετεί, έστω και προσωρινά, τους «αποδέκτες» της, τα κόμματα ή αν αυτά την κρίνουν είτε παντελώς αδιάφορη είτε ακίνδυνη και αφομοιώσιμη, όση κι αν είναι. Δεν έρχεται από έναν και μόνο δρόμο η αποχή, άλλωστε οι πηγές απογοήτευσης πληθαίνουν χρόνο με το χρόνο). Η εξήγησή της, λοιπόν, που δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατη, προϋποθέτει μια στήλη της Ροζέττης με είκοσι γλώσσες πάνω της κι όχι με δύο (σε τρία συστήματα γραφής) όπως εκείνη του Σαμπολιόν. Μέσα στη στενοχώρια ή την ψηφανασφάλειά τους, κάμποσοι υποψήφιοι δήμαρχοι και περιφερειάρχες και τα κόμματά τους διακινούν λογοπαικτικές ταυτότητες του είδους αποχή = ανοχή ή αποχή = συνενοχή, ενώ το μάτι μου πήρε και τίτλους καθώς και σκίτσα που εξισώνουν την αποχή με την απόχη (του συστήματος) εντός της οποίας πιάστηκαν – δεν πιάστηκαν όσοι απείχαν. Και, ποιος ξέρει, αν ζούσε στα χρόνια μας ο Πύρρων, ή τέλος πάντων κάποιος από τους εφεκτικούς ή σκεπτικιστές φιλοσόφους, θα διέκρινε γνωρίσματα «εποχής» στην αποχή, με τη σημασία που απέδιδε ο ίδιος στο «επέχεσθαι», δηλαδή μιας επιφύλαξης τόσο έντονης που εντέλει απαγορεύει τη διατύπωση και υπεράσπιση απόλυτης γνώμης για οτιδήποτε, ακόμα και για το ποιος βλάπτει περισσότερο τη Συρία, για να ξανάρθουμε στον καιρό και τον τόπο μας, διά του Καβάφη και πάλι. Ολα τούτα, καθώς και πάμπολλα άλλα μπορεί να είναι η αποχή, με τη χαοτική ανομοιογένεια, την αντιφατική πολυμορφία και την ανύπαρκτη συνοχή της. Το να την πούμε, πάντως, «νέα αντίσταση» ή «νέα επανάσταση», όπως βιάστηκαν να τη βαφτίσουν ορισμένοι, το να δώσουμε δηλαδή το ίδιο όνομα σε μυριάδες παιδιά μυριάδων γονέων, είναι ένα επιπλέον δείγμα λαϊκισμού – οπότε το ήδη δεκάκις αναγγελθέν «τέλος της μεταπολίτευσης» αναβάλλεται για μία ακόμα φορά.

Του Παντελή Μπουκάλα στην Καθημερινή της 14/11/2010