Στο επίκεντρο του πολιτικού ενδιαφέροντος βρέθηκε το τελευταίο διάστημα η επίδραση του λεγόμενου δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή και κατά πόσο η εσφαλμένη υποεκτίμηση του ήταν ένα απλό «τεχνικό λάθος» ή υπέκρυπτε συγκεκριμένες σκοπιμότητες.

Ads

Η συζήτηση που διεξάγεται σχετικά με αυτό το θέμα, περιστρέφεται γύρω από τρία επιμέρους ζητήματα.

Πρώτον, για την χρονική συγκυρία παραδοχής του «λάθους» από το ΔΝΤ και το ενδεχόμενο «κρυφών» επιδιώξεων.

Δεύτερον, για τη δυνατότητα εκμετάλλευσης αυτής της παραδοχής από την Ελλάδα προκειμένου να υπάρξουν οι κατάλληλες τροποποιήσεις στο μνημονιακό πρόγραμμα και να περιορισθεί η ένταση της περιοριστικής πολιτικής.

Ads

Τρίτον, από μεριάς δυνάμεων της Αριστεράς αναπτύσσεται μια «εσωτερική» συζήτηση, που τείνει να υποτιμήσει την υπόθεση των πολλαπλασιαστών, καθώς την ανάγει, στην καλύτερη περίπτωση, σε θέμα καθαρά «ακαδημαϊκού» χαρακτήρα.

Ενώ στη χειρότερη, βλέπει κινδύνους αυτοπαγίδευσης της Αριστεράς, και πιο συγκεκριμένα του ΣΥΡΙΖΑ, και καλλιέργειας ψευδαισθήσεων στον κόσμο που σήμερα συνδέεται μαζί του: Μέσω προσχώρησης στη «λογική» ότι μέσα από διαπραγματεύσεις μπορεί να προκύψει ένα «βελτιωμένο», σε σχέση με τις βασικές του παραδοχές, Μνημόνιο.
 
Μια μικρή αναδρομή …   
 
Η συζήτηση για τον δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή δεν είναι κάτι το καινούριο.

Για λόγους ιστορικής γνώσης θα αναφέρουμε ότι ο πρώτος που έκανε λόγο για αυτό το θέμα ήταν ο Richard Kahn, μαθητής του J.M.Keynes το μακρινό 1931. Ο Keynes χρησιμοποίησε την μελέτη του Kahn στο περίφημο έργο του «Γενική Θεωρία της Απασχόλησης του Τόκου και του Χρήματος» (1936) για να αιτιολογήσει – και με τη χρήση αυτής της θεωρίας – την αναγκαιότητα της κρατικής παρέμβασης στη διαμόρφωση της ενεργού ζήτησης.

Όσον αφορά τη συζήτηση επί του θέματος στο εσωτερικό της χώρας πρέπει να γίνει μια μικρή αναδρομή για την αποκατάσταση της πραγματικότητας.

Η πρώτη αναφορά τοποθετείται το 2010 από τον πρώην βουλευτή (ΠΑΣΟΚ) κ.Β.Παπαχρήστο, που διαγράφηκε από το τότε κυβερνών κόμμα λόγω της καταψήφισης των ρυθμίσεων του μνημονίου για τα Εργασιακά, ο οποίος είχε επισημάνει το πρόβλημα κατά τη διάρκεια της συζήτησης για τον προϋπολογισμό του 2011.

Τονίζοντας τις συνεχείς αρνητικές αναθεωρήσεις των προβλέψεων του ΔΝΤ είχε κάνει λόγο για την αντικατάσταση της «δημιουργικής» λογιστικής  από μια, εξίσου «δημιουργική», οικονομετρία.

Από το σημείο αυτό μέχρι τον Οκτώβριο του 2012 – λόγω των συνεχών πολιτικών εξελίξεων (παραίτηση Παπανδρέου, δημιουργία κυβέρνησης Παπαδήμου, PSI Μαρτίου, διπλές εκλογές, τρικομματική κυβέρνηση) ουδείς είχε ασχοληθεί με αυτό το θέμα.

Τον Οκτώβριο του 2012, με αφορμή την έκθεση του ΔΝΤ για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας, το επανέφερε στο προσκήνιο η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ κ.Ν.Βαλαβάνη τόσο στην αρμόδια Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων και στην Ολομέλεια εντός του Κοινοβουλίου, όσο και σε τηλεοπτικά πάνελ, χωρίς ωστόσο να δοθεί η απαιτούμενη προσοχή.

Το θέμα απέκτησε τις σημερινές του διαστάσεις έπειτα από την ανάλυση του κορυφαίου αναλυτή του ΔΝΤ κ.O.Blanchard και την «ομολογία» του G.Rice (Δντή Εξωτερικών υποθέσεων του Ταμείου) για την λανθασμένη υποεκτίμηση της επίδρασης του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή στην τελική διαμόρφωση ελλείμματος και χρέους.

Πολύ σωστά ο ΣΥΡΙΖΑ έβαλε το θέμα στην ατζέντα της επικαιρότητας, φέρνοντας αντιμέτωπη με τις ευθύνες της την τρικομματική κυβέρνηση, η οποία – υπενθυμίζεται – έχει δηλώσει την πλήρη υιοθέτηση του εφαρμοσμένου προγράμματος, μετά από την απαίτηση των δανειστών ν΄ αναλάβει την «ιδιοκτησία» του.
 
Γιατί το «λάθος» δεν είναι λάθος.
 
Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι το ΔΝΤ έχει διαχρονικά έναν συγκεκριμένο ρόλο στην προώθηση της νεοφιλελεύθερης (μονεταριστικής) ιδεολογίας, που ως βασικές της αξίες έχει τον περιορισμό της κρατικής παρέμβασης και την αυτορύθμιση των αγορών.

Στην καθιέρωση αυτής της αντίληψης σε διεθνές επίπεδο συνέβαλε η κρίση της δεκαετίας ’70 που προκάλεσε την αμφισβήτηση του νεοκλασικού (κεϋνσιανικού) μοντέλου και τη σταδιακή επικράτηση της νεοφιλελεύθερης αντίληψης.

Πολιτικά, η επιβολή του μονεταριστικού μοντέλου πραγματοποιήθηκε έπειτα από την εκλογή των Reagan και Thatcher στην ηγεσία των ΗΠΑ και Αγγλίας αντίστοιχα την δεκαετία του ’80.

Σύμφωνα με τους μονεταριστές η κρατική παρέμβαση μέσω της χρήσης του εργαλείου της δημοσιονομικής πολιτικής είναι αναποτελεσματική. Για την καθιέρωση της νέας οικονομικής σκέψης έπρεπε να κατασκευαστούν οι κατάλληλες αποδείξεις προκειμένου να πεισθούν αγορές-κυβερνήσεις-ακαδημαϊκοί ότι το κράτος δεν πρέπει να παρεμβαίνει στην οικονομική δραστηριότητα (σταθεροποίηση, επέκταση κ.α.).

Στη δημιουργία του απαραίτητου επιστημονικού υπόβαθρου μέσω της κατασκευής και χρήσης των κατάλληλων μαθηματικοποιημένων υποδειγμάτων, βασική προϋπόθεση αποτέλεσε η υποεκτίμηση της επίδρασης των εκάστοτε κρατικών πολιτικών επιλογών και αποφάσεων.

Επομένως η υποβάθμιση της επίδρασης  του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή στην ύφεση δεν είναι το αποτέλεσμα μιας λανθασμένης παραμετροποίησης ενός οικονομετρικού μοντέλου,  αλλά  η αποδοχή και η κυριαρχία ενός διαφορετικού τρόπου θεώρησης της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής.

Με βάση λοιπόν τα εμπειρικά δεδομένα του ΔΝΤ από είκοσι οκτώ χώρες η τιμή του πολλαπλασιαστή διαμορφωνόταν από 0 έως 0,50 (μέγιστο). Πρακτικά για κάθε μια χρηματική μονάδα μέτρων στα προγράμματα δημοσιονομικής εξυγίανσης η οικονομίας της εκάστοτε χώρας θα μειώνονταν κατά μισή μονάδα.

Τελικά μετά την επανεξέταση των πραγματικών δεδομένων αποδείχθηκε ότι η επίδραση των περιοριστικών μέτρων ήταν πολλαπλάσια των αρχικών εκτιμήσεων και κυμαινόταν μεταξύ 0,9 και 1,7.
 
Η ελληνική περίπτωση…
 
Μετά την είσοδο της Ελλάδας στην καταστροφική, όπως αποδεικνύεται, περιπέτεια του Μνημονίου, παρατηρείται το φαινόμενο τακτικών αρνητικών αναθεωρήσεων των επιμέρους στόχων, με αποτέλεσμα να λαμβάνονται νέα περιοριστικά μέτρα που επιδεινώνουν συνεχώς την οικονομική κατάσταση.

Για την περίοδο 2010-2012 τα δημοσιονομικά μέτρα που επιβλήθηκαν είχαν ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του ΑΕΠ σε ποσοστό άνω του 20% – το μεγαλύτερο ποσοστό διεθνώς μετά τη λήξη του β’ παγκοσμίου πολέμου και την  αύξηση του δημοσίου χρέους από 297 δισ.€ ή 129%/ΑΕΠ στο τέλος του 2009 στα 315 δισ.€ ή 175%/ΑΕΠ το 2012 – παρά τη μείωση του έπειτα από δυο παρεμβάσεις καθαρού οφέλους 130 δισ.€ το προηγούμενο έτος.

Η επίδραση των μέτρων απέδειξε ότι ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής  διαμορφώθηκε στα επίπεδα του 1,1 – 1,2.

Δεν είναι επίσης τυχαίο γεγονός ότι το εφαρμοζόμενο πρόγραμμα με τις συχνές τροποποιήσεις του αποσκοπούσε στον περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας μέσω της διαδικασίας της εσωτερικής υποτίμησης.

Σε θεωρητικό μακροοικονομικό επίπεδο οι σχεδιαστές-εγκέφαλοι του ελληνικού μνημονίου επιδίωκαν την εύρεση ενός νέου σημείου ισορροπίας, αλλά σε χαμηλότερα επίπεδα.

Εάν συνυπολογίσουμε την εμπειρία και την ποιότητα στελέχωσης του τμήματος ερευνών και αναλύσεων του ΔΝΤ γίνεται αντιληπτό ότι οι πιθανότητες περί ακούσιου λάθους στην υποεκτίμηση του πολλαπλασιαστή είναι μηδενικές.

Όλοι γνώριζαν, αλλά την ίδια στιγμή όλοι σιωπούσαν…

Το σημαντικό αυτό θέμα δεν περιορίζεται σε «ακαδημαϊκό» επίπεδο, όπως απάντησε ο επίτροπος της Commission κ.O.Rehn σε ερώτηση του Ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ κ.Ν.Χουντη, ούτε όπως αρκετοί δυστυχώς – και από – τον χώρο της αριστεράς υποστηρίζουν.

Το σύνολο των μέτρων και των προβλέψεων, όπως προβλέπονταν στους προϋπολογισμούς των ετών 2011 και 2012, στο Μεσοπρόθεσμο του Ιουλίου του 2011 και στο νεο μνημόνιο που συνάφθηκε με την περίπτωση του PSI τον Μάρτιο του 2012, στηρίχθηκαν πάνω σε συγκεκριμένη υπο-εκτίμηση του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή.

Η συνολική ζημιά από τους «λανθασμένους»  υπολογισμούς του ελληνικού προγράμματος είναι διπλάσια των αρχικών προβλέψεων, ενώ χαρακτηριστική είναι η δήλωση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ και καθηγητή Οικονομικών κ.Ε.Τσακαλώτου ότι 300.000 λιγότεροι άνεργοι, λόγω μικρότερης έκτασης περιοριστικών μέτρων, θα είχαν επίπτωση μόλις 1% στο έλλειμμα.

Σύμφωνα με το αναθεωρημένο Μεσοπρόθεσμο, προβλέπονται παρεμβάσεις της τάξης των 9,6 δισ.€ για φέτος και 3,7 δισ.€ για το επόμενο έτος (σε σύνολο περιόδου 2013-2016 13,6 δισ.€) που το κατέστησαν απολύτως εμπροσθοβαρές, προβλέπεται ότι η ελληνική οικονομία θα περάσει σε ανάπτυξη από το το 2014. 

Ωστόσο, η πορεία των δημοσιονομικών μεγεθών του πρώτου διμήνου του τρέχοντος έτους, κυρίως ως προς το σκέλος των εσόδων, δείχνει ότι για μια ακόμη φορά υποτιμήθηκαν τα πραγματικά δεδομένα, γεγονός που θα προκαλέσει νέα επικαιροποίηση σε σύντομο χρονικό διάστημα και, ενδεχομένως, επιπρόσθετα μέτρα.
 
Κρυφές επιδιώξεις και στοχεύσεις…
 
Για πολλούς πολιτικούς και οικονομικούς αναλυτές η σπουδή του ΔΝΤ να παραδεχθεί δημοσίως τις εσφαλμένες του εκτιμήσεις για την επίδραση των μέτρων λιτότητας στα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη υποκρύπτει μη δεδηλωμένους σκοπούς και επιδιώξεις.

Υπενθυμίζεται ότι τον Νοέμβριο χρειάστηκαν δυο σύνοδοι κορυφής σε διάστημα λίγων ημερών προκειμένου να συμφωνήσουν ΔΝΤ και Ευρωπαϊκή Ένωση (ουσιαστικά η Γερμανία) για τις απαραίτητες τροποποιήσεις στο ελληνικό πρόγραμμα που συσχετίζονταν με τη βιωσιμότητα του χρέους με χρονικό ορίζοντα το 2020.

Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τους περισσότερους, το ΔΝΤ εκφράζει με έμμεσο τρόπο την διαφωνία των ΗΠΑ στην επιβολή της περιοριστικής πολιτικής στο σύνολο της Ευρώπης από την Γερμανία.

Αρκετοί αναλυτές και οικονομολόγοι – μεταξύ των οποίων και ο γράφων – είχαν τονίσει από το 2011 ότι η πολιτική της λιτότητας θα ήταν καταστροφική, με αποτέλεσμα τη διάχυση της κρίσης και την επανείσοδο της Ευρωζώνης σε ύφεση, όπως και τελικά – δυστυχώς -συνέβη.

Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία, η ύφεση δεν περιορίζεται μόνο στις αδύναμες οικονομίες του Νότου, αλλά έχει περάσει και στον βασικό πυρήνα της ζώνης του ευρώ (Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία) σε επίπεδα μεγαλύτερα των αρχικών εκτιμήσεων.

Την ίδια στιγμή οι ρυθμοί ανάπτυξης σε διεθνές επίπεδο βρίσκονται σε πτωτική τροχιά, με χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι η οικονομία των ΗΠΑ αναπτύχθηκε μόλις κατά 0,1% το τέταρτο τρίμηνο του 2012 (ετήσια βάση), λόγω κυρίως των ανισορροπιών που προκαλεί η κατάσταση στην Ε.Ε.

Το ΔΝΤ πλέον δείχνει με επίσημο τρόπο τη διαφωνία του στην κωλυσιεργία των Ευρωπαίων αξιωματούχων σε σημαντικά θέματα, όπως η τραπεζική ενοποίηση και η ανακεφαλαιοποίηση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς τα συσσωρευμένα προβλήματα του συγκεκριμένου κλάδου απειλούν να ανατρέψουν οποιαδήποτε προσπάθεια ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας στην Ευρώπη.

Επί της ουσίας οι ΗΠΑ επιθυμούν την αλλαγή του μίγματος της ασκούμενης πολιτικής με περιορισμό της λιτότητας και προώθηση αναπτυξιακών πολιτικών προκειμένου να αποφευχθούν κίνδυνοι, όπως ο στασιμοπληθωρισμός και μια νέα υφεσιακή περίοδος.

Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας, η σπουδαιότητα της οικονομικής μεγέθυνσης σε γεωπολιτικό επίπεδο. Η διαφορά των ρυθμών ανάπτυξης μεταξύ αναπτυγμένων και αναπτυσσομένων xωρών (κυρίως η Κίνα) μειώνει τη βαρύτητα του δυτικού κόσμου στην παγκόσμια οικονομία, περιορίζοντας παράλληλα τη δυνατότητα αποφασιστικών παρεμβάσεων σε κρίσιμα διεθνή ζητήματα (πχ. αποφάσεις Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ).

Η πλειονότητα των αναλυτών θεωρεί ότι στο επόμενο διάστημα μέχρι τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου δεν θα καταγραφούν οι σημαντικές διαφορές στην προσέγγιση των πραγμάτων – πέραν κάποιων περιορισμένων «αψιμαχιών», με την ουσιαστική μάχη να μεταφέρεται χρονικά τον προσεχή χειμώνα.
 
Περιθώρια διαπραγμάτευσης…
 
Η περίπτωση του ελληνικού προγράμματος είναι ξεχωριστή λόγω των ιδιομορφιών της οικονομίας (υψηλός βαθμός εξάρτησης ΑΕΠ από την κατανάλωση, μονοπωλιακές/ολιγοπωλιακές συνθήκες σε σημαντικές επιμέρους αγορές, γραφειοκρατία- διαπλοκή-διαφθορά, υψηλή φοροδιαφυγή κ.α.) και του υψηλού δημοσίου χρέους.

Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, όλοι συμφωνούν στην αναγκαιότητα προώθησης πραγματικών μεταρρυθμίσεων για τον εκσυχρονισμό της ελληνικής οικονομίας.

Ωστόσο το μέγεθος των ποικιλόμορφων συμφερόντων και η έλλειψη πολιτικής βούλησης συμβάλλουν στην ιδιότυπη ομηρία της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.

Οι παρεμβάσεις που έχουν λάβει χώρα μέχρι στιγμής κάθε άλλο παρά ως μεταρρυθμίσεις μπορούν να θεωρηθούν, καθώς συνδυάζονται μόνο με τη λήψη περιοριστικών μέτρων, με κύρια θύματα μισθούς, συντάξεις και κοινωνικό κράτος. Η στόχευση τους εξυπηρετούσε τον βασικό στόχο του προγράμματος που δεν είναι άλλος από την εσωτερική υποτίμηση.

Ωστόσο, η διαφαινόμενη διαφωνία στο εσωτερικό της τρόικα σε συνδυασμό με προαναφερθείσα παραδοχή υποεκτίμησης του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή, θα επέτρεπε όντως στην ελληνική πλευρά να θέσει ως στόχο την επαναδιαπραγμάτευση και την αλλαγή σημαντικών μνημονιακών όρων;

Δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες. Η τρόικα θα ήταν ίσως, υπό ορισμένες συνθήκες, διατεθειμένη να συζητήσει τροποποιήσεις επί του προγράμματος μόνο με την τήρηση συγκεκριμένων όρων, απ’  τους οποίους η επίτευξη συγκεκριμένου επιπέδου πρωτογενούς πλεονάσματος προκειμένου να μην δημιουργηθεί νεο χρηματοδοτικό κενό, θα πρέπει να  θεωρείται ο σημαντικότερος.

Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, η δημιουργία σταθερού πρωτογενούς πλεονάσματος ανοίγει τον δρόμο για νέα αναδιάρθρωση του χρέους, με τις γερμανικές εκλογές του φθινοπώρου να αποτελούν το κομβικό σημείο και γι’ αυτή την εξέλιξη.

Ωστόσο, η δημιουργία ενός τέτοιου πλεονάσματος σήμερα μπορεί να στηριχτεί μόνο σε «δάκρυα και αίμα». Και ο προορισμός του κάθε άλλο παρά θα είναι αναπτυξιακός, καθώς θα κατευθύνεται ολόκληρο (συν το 30% τυχόν «υπερπλεονάσματος») στους δανειστές για το χρέος.
 
Ο ρόλος της Αριστεράς
 
Οι πρόσφατες εξελίξεις, που ουσιαστικά αποδεικνύουν την αποτυχία του προγράμματος, αποτελούν μια δικαίωση της κριτικής και πολεμικής που έχει ασκήσει η Αριστερά την τελευταία τριετία, ενώ παράλληλα συμβάλλουν στην ενίσχυση της επιχειρηματολογίας της.

Ωστόσο, όπως προαναφέραμε, η υποεκτίμηση του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή εξυπηρετεί συγκεκριμένους διαχρονικούς ιδεολογικούς σκοπούς.

Στην υπόθεση εργασίας ακύρωσης του Μνημόνιου και επαναδιαπραγμάτευσης, μετά από καταγγελία της,  από μια κυβέρνηση της Αριστεράς με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, μιας νέας δανειακής σύμβασης που θα παίρνει υπόψη της συνολικά το ζήτημα (του μη βιώσιμου) του χρέους, ώστε να προβλέπεται και δραστικό «κούρεμα», moratorium πληρωμής τόκων και αποπληρωμή του με ρήτρα ανάπτυξης, όπως είναι και η θέση μας, το θέμα αποκτάει πολλαπλές διαστάσεις.

Επιδίωξη της αριστερής κυβέρνησης σαφώς δεν μπορεί να είναι ο περιορισμός του «βαθμού» λιτότητας και η μείωση των αρνητικών επιπτώσεων,  αλλά η όσο πιο άμεση γίνεται ανακούφιση των λαϊκών στρωμάτων, η πρόοδος, το θετικό πρόσημο, η ανάπτυξη. 

Γι’ αυτό προαπαιτούμενος όρος για την έναρξη των οποίων συζητήσεων – διαπραγματεύσεων, αποτελεί η κατάθεση ενός λεπτομερώς ολοκληρωμένου και τεκμηριωμένου εναλλακτικού «εθνικού» σχεδίου με τρεις βασικές στοχεύσεις.

Πρώτος στόχος, μέτρα για «να σταθούν στα πόδια τους» εργαζόμενοι και άνεργοι, που συγχρόνως θα έχουν επίδραση στην  ανάσχεση της ύφεσης στην κατεύθυνση μιας ολόπλευρης, παραγωγικής και άλλης, ανασυγκρότησης της οικονομίας.

Δεύτερος, η πραγματική δημοσιονομική εξυγίανση.

Τρίτος στόχος, η προώθηση ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων και ο εκσυγχρονισμός του κράτους προς όφελος του λαού και όχι των μεγάλων «ελληνικών» και διεθνών ομίλων.

Η Αριστερή διακυβέρνηση πρέπει ειδικά το πρώτο διάστημα, όπου οι εξωτερικές αλλά και εσωτερικές πιέσεις ενδέχεται να είναι ιδιαίτερα έντονες, να θέσει προτεραιότητες και να παρουσιάσει γρήγορα και σημαντικά αποτελέσματα.

Να αποδείξει με αποφασιστικότητα και μέσα σε συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα στους Έλληνες εργαζόμενους και άνεργους, που η ζωή τους βρίσκεται σε «ελεύθερη πτώση», ότι πραγματικά στοχεύει στο διαφορετικό.

Να δείξει ότι η θέληση της δεν περιορίζεται στο πεδίο της ρητορικής, αλλά επεκτείνεται στο επίπεδο της δράσης.

Παράλληλα επιβάλλεται να προωθήσει διεθνείς συνεργασίες, καθώς οι αρνητικές επιπτώσεις της επιβαλλόμενης πολιτικής της λιτότητας δεν αποτελούν εσωτερική υπόθεση μεμονωμένα της κάθε χώρας, αλλά κοινό πρόβλημα σε παγκόσμιο επίπεδο.

Σε αυτή την προσπάθεια, η ενεργή συμμετοχή του λαϊκού κινήματος και οι διεθνείς συμμαχίες θα αποτελέσουν τον καθοριστικό παράγοντα για την άσκηση ενός τέτοιου επίπεδου πολιτικής πίεσης, απαραίτητου για το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα μιας «αναγκαστικής» μεταστροφής της στάσης των δανειστών της χώρας.

Ο λαϊκός παράγοντας, ή μάλλον η αποφασιστική παρέμβαση του, αποτελεί βασική προϋπόθεση για τα ανωτέρω. Όχι μόνο για την αλλαγή του εσωτερικού πολιτικού σκηνικού, αλλά ακόμα και για την προκήρυξη εθνικών εκλογών.

Αυτό όμως αποτελεί αντικείμενο μιας άλλης συζήτησης…

* Δημήτρης Λιάκος, οικονομολόγος, μέλος της Οικονομικής Επιτροπής ΣΥΡΙΖΑ