Πληθαίνουν καθώς φαίνεται οι φωνές για αποπομπή της Ελλάδας για την Ευρωζώνη, ιδιαίτερα στο γερμανικό τύπο. Η εφημερίδα Stuttgarter Nachrichten σημειώνει πως η Ελλάδα είναι οικονομικά αδύναμη και πολιτικά ανώριμη για την ΟΝΕ, ενώ η Bild-Zeitung σημειώνει ότι παρά το γεγονός ότι η κρίση χρέους της Ελλάδας βαίνει προς κλιμάκωση, η χώρα δεν προτίθεται να φύγει από την Ευρωζώνη. Τέλος, η Wall Street Journal, υπογραμμίζει ότι Ελλάδα και Ρώμη κρατούν όμηρο την Ευρώπη.

Ads

Η άποψη ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να βοηθηθεί γιατί δεν το θέλει η ίδια εκφράζεται σε άρθρο της εφημερίδας Stuttgarter Nachrichten. Σύμφωνα με το δημοσίευμα το χειρότερο είναι ότι η κυβέρνηση έχει συνειδητοποιήσει τη σοβαρότητα της κατάστασης και έχει αποφασίσει επώδυνα μέτρα λιτότητας, ωστόσο δεν μπορεί να τα εφαρμόσει. Σύμφωνα, με την εφημερίδα αυτό συμβαίνει επειδή η αντιπολίτευση και τα συνδικάτα δεν τη στηρίζουν.

«Όμως τί έχει να χάσει μια χώρα στην Ευρωζώνη όταν αποδεικνύεται ότι είναι οικονομικά αδύναμη και πολιτικά ανώριμη για την ΟΝΕ;» αναρωτιέται ο αρθρογράφος επισημαίνοντας ότι η Ελλάδα δείχνει το δρόμο στην καταρρέουσα Ιταλία του Μπερλουσκόνι για το πώς μπορεί κάποιος να γλυτώσει κάτω από την ομπρέλα διάσωσης. «Με μικρόψυχες όμως προσπάθειες μείωσης δαπανών δεν ανασυγκροτείται κράτος. Με ασυνεπείς παρασιτικούς καμιά Ευρώπη» επισημαίνει το άρθρο, καταλήγοντας ότι το συνταγματικό δικαστήριο πρέπει στην απόφαση που ανακοινώνεται αύριο να ενισχύσει τις αρμοδιότητες του κοινοβουλίου «όταν πρόκειται να δοθούν δις ευρώ σε ευρωπαραβάτες».

Με τίτλο «Για πόσο διάστημα ακόμα θα πληρώνουμε για τους Έλληνες;», η εφημερίδα Bild-Zeitung δημοσιεύει ρεπορτάζ, το οποίο αναφέρει ότι η κρίση χρέους της Ελλάδας βαίνει προς κλιμάκωση και παρόλα αυτά η χώρα δεν προτίθεται να φύγει από την Ευρωζώνη.

Ads

Η Καγκελάριος της Γερμανίας, Merkel, απέρριψε το ενδεχόμενο αποχώρησης της Ελλάδας από το Ευρώ, όπως και ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, van Rompuy, ο οποίος δήλωσε ότι μια έξοδος της Ελλάδας από το κοινό νόμισμα θα δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα. Ωστόσο στη Γερμανία εμφανίστηκαν οι πρώτοι πολιτικοί που ζητούν να σταματήσει ο δανεισμός προς την Ελλάδα. Ο Αντιπρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας των Χριστιανοδημοκρατών CDU, Michael Fuchs, δήλωσε ότι μόνο σε περίπτωση που η Τρόϊκα δώσει το πράσινο φως θα εισρεύσει στην Ελλάδα περαιτέρω οικονομική βοήθεια.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο αντιπρόεδρος του κόμματος των Φιλελεύθερων Δημοκρατών FDP, Zastrow, ο οποίος δήλωσε ότι «όποιος δεν πράττει τα του οίκου του, πρέπει να υπολογίζει και στο ενδεχόμενο να μην λάβει άλλα χρήματα».

Την ίδια ώρα, στην Wall Street Journal, επισημαίνεται η διάλυση εμπιστοσύνης εντός της Ευρώπης και εκφράζεται η άποψη ότι Αθήνα και Ρώμη κρατούν όμηρο την Ευρώπη.

«Από τη μία πλευρά, η Ελλάδα φαίνεται να έχει υποχωρήσει όσον αφορά τις δεσμεύσεις για δημοσιονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, γεγονός που εξόργισε τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και από την άλλη, πολλοί Ιταλοί υπουργοί υπονόμευσαν την εναπομείνασα αξιοπιστία του Berlusconi σε μία σειρά από ομιλίες τους» σημειώνει ο συντάκτης. Αναλύοντας περαιτέρω, αναφέρει ότι οι βορειο – Ευρωπαίοι θεωρούν ότι μόνο οι πίεση των αγορών μπορεί να αναγκάσει τις αδύναμες οικονομίες να μειώσουν τις περικοπές τους και να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους.

«Όμως η Ελλάδα έχει μάθει ότι όποτε η κρίση της περιφέρειας απειλεί να συνθλίψει τον πυρήνα της ευρωζώνης, η Ευρώπη θα αγνοήσει τις προηγούμενες υποσχέσεις που δεν τήρησε και θα σπεύσει να τη βοηθήσει με ένα νέο bailout. Τώρα και η Ιταλία φαίνεται να ακολουθεί τον ίδιο υπολογισμό» επισημαίνεται στο άρθρο, ενώ τονίζεται ότι στην Ιταλία, παρά τις δεσμεύσεις της κυβέρνησης, πολλοί υπουργοί δεν δείχνουν καμιά αίσθηση του επείγοντος.

Αναφορικά με την Ελλάδα, ο συντάκτης σημειώνει «η Αθήνα απορρίπτει τις κατηγορίες ότι χρονοτριβεί, και υποσχέθηκε να χρησιμοποιεί ένα χρονικό περιθώριο δέκα ημερών μεταξύ των συνομιλιών με την τρόικα προκειμένου να επιταχύνει τις μεταρρυθμίσεις. Εάν αποτύχει πάλι, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις κάνουν λόγο ακόμα και για απόλυτη απώλεια της κρατικής κυριαρχίας στο σχεδιασμό και την εφαρμογή της δημοσιονομικής της πολιτικής».