Μετά την 6η Δεκεμβρίου 2008, με αποκορύφωμα τη δολοφονική επίθεση στην Τράπεζα Marfin στις 5 Μαΐου 2010, οι πράξεις βίας κλιμακώνονται.Γιατί η χρήση της βίας σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία αναδείχθηκε σε μέσο δράσης ορισμένων ομάδων; Υπάρχει κίνδυνος η βία να επεκταθεί και να διευρυνθούν τα όρια της επιτρεπτικότητάς μας απέναντί της;

Ads

Άρθρο γνώμης της Βασιλικής Γεωργιάδου, όπως δημοσιεύεται στην Ελευθεροτυπία, της 26ης Μαΐου του 2010

Ο πολιτικός ριζοσπαστισμός και ο εξτρεμισμός δεν αποτελούν πρωτόγνωρα φαινόμενα στην ύστερη νεωτερικότητα. Ισα ίσα, που εμφανίζονται ως «κανονικές παθολογίες» των βιομηχανικών κοινωνιών, επισημαίνουν ο Ε. Σόιχ και ο Χ. Κλίνγκεμαν. Η υπονόμευση της δημοκρατικής τάξης (ριζοσπαστισμός) και η διά της βίας παραβίαση της τάξης αυτής (εξτρεμισμός) κάνουν την εμφάνισή τους σε περιόδους ραγδαίων αλλαγών, όταν οι μεταβολές στις αξίες και στον τρόπο ζωής προκαλούν ρήγματα στη ζωή των ανθρώπων. Οι τελευταίοι έρχονται αντιμέτωποι με διλήμματα όσον αφορά την επιλογή μεταξύ παραδοσιακών και νεωτερικών αξιών, με αβεβαιότητες που έχουν να κάνουν με μεταβολές στις εθνικο-πολιτισμικές ταυτότητες και με δυσκολίες προσαρμογής σε μια πραγματικότητα που διευρύνει τις προσδοκίες, προκαλεί όμως απογοητεύσεις σε όσους δεν μπορούν να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες της νέας εποχής.

Οι κοινωνικοί μετασχηματισμοί στη νεωτερική κοινωνία δεν δημιουργούν μόνο ευκαιρίες και «κερδισμένους», αλλά επίσης «χαμένους» και «θύματα». Για να μεταβληθούν οι «χαμένοι» και τα «θύματα» του εκσυγχρονισμού σε φορείς του ριζοσπαστισμού και του εξτρεμισμού, πρέπει να προηγηθούν δύο στάδια: της «γνωστικής ακαμψίας» και της ενεργοποίησης του «μοντέλου του λουτήρα».

Ads

Στη γνωστική ακαμψία καταφεύγουν ματαιωμένα κοινωνικά υποκείμενα. Για να υπερβούν αξιακά, θεσμικά, ταυτοτικά ρήγματα, τη διάψευση των προσδοκιών και τις απογοητεύσεις υιοθετούν ένα κλειστό σύστημα σκέψης. Εχοντας ως κεντρικά στοιχεία του τον εθνικισμό, τον αυταρχισμό και τον αντιπλουραλισμό/αντιφιλελευθερισμό, το άκαμπτο σύστημα σκέψης είναι επιρρεπές σε απλουστευτικά εξηγητικά σχήματα προκειμένου να αποκαλυφθούν οι «μηχανισμοί» και όσοι «κινούν τα νήματα» σε έναν κόσμο διαιρεμένο σε «κερδισμένους» και «θύματα». Πώς μετουσιώνονται κλειστές κοσμοεικόνες σε πολιτικές στάσεις και συμπεριφορά; Πώς ο εθνικισμός μετατρέπεται σε απόρριψη του Αλλου, ο αντιπλουραλισμός σε απάρνηση της πολιτικής αντιπροσώπευσης και των διαμεσολαβητικών θεσμών και ο αυταρχισμός σε εξύμνηση του καισαρισμού και της εξουσίας ενός (δήθεν) χαρισματικού αρχηγού; Προκειμένου να συντελεστούν τέτοιες μετατροπές πρέπει να τεθεί σε λειτουργία το «μοντέλο του λουτήρα», λένε οι Κ. Αρτσχάιμερ και Γ. Φάλτερ: οι κλειστές κοσμοεικόνες που υπάρχουν σε ατομικό επίπεδο, μέσα από τη σύμμειξή τους με αντιλήψεις που εμφανίζονται ως αποδεκτές σε κοινωνικο-πολιτικό επίπεδο, μετατρέπονται σε στάσεις και συμπεριφορά. Στο «μοντέλο του λουτήρα» επιτυγχάνεται η διαδοχική σύμμειξη φαινομένων που βρίσκονται στο «υψηλότερο» κοινωνικό επίπεδο με εκείνα που βρίσκονται στο «χαμηλότερο» ατομικό επίπεδο, έτσι ώστε αυτά να επανεπιδράσουν στο υπερκείμενο κοινωνικό επίπεδο κοκ.

Τα πολιτικό-ιδεολογικά άκρα στο κομματικό σύστημα έχουν αναλάβει ρόλο ενεργοποίησης του «μοντέλου του λουτήρα». Από τη δεκαετία του 1990 η Ακρα Δεξιά στην Ευρώπη συνέβαλε στην έξαρση της ξενοφοβίας διασυνδέοντας την εθνικιστική ιδεολογία με μεταβολές στην αγορά εργασίας, την κρίση του κράτους πρόνοιας και την πολυπολιτισμική πραγματικότητα των εθνικών κρατών. Υποδεικνύοντας τον Ξένο ως υπεύθυνο για την ανεργία, τα ελλείμματα στα ασφαλιστικά ταμεία και την εγκληματικότητα στις δυτικές μητροπόλεις, η Ακρα Δεξιά διεισδύει στα αδύναμα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα, οι εθνικιστικές και αντιπλουραλιστικές κοσμοεικόνες των οποίων λειτούργησαν ως υποδοχέας αντιμεταναστευτικών και αντιδημοκρατικών αντιλήψεων. Ο «εργατολεπενισμός», όπως τον περιέγραψε η Ν. Μάγιερ και ο Π. Περινό, δεν ήταν μια γαλλική ιδιαιτερότητα για τη διείσδυση του Front National στην εκλογική πελατεία της Αριστεράς, αλλά περιέγραφε ένα φαινόμενο «λαϊκοποίησης» της Ακρας Δεξιάς. Μετά την κατάρρευση του Κομμουνισμού η Αριστερά βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο και κάποιες φορές δεν δίστασε να δοκιμάσει την ακροδεξιά συνταγή επενδύοντας σε υπαρξιακές φοβίες και εργασιακές ανασφάλειες των «χαμένων» του εκσυγχρονισμού. Ωστόσο, το εγχείρημα π.χ. του Ο. Λαφοντέν, να κερδίσει ψήφους εργατών ενοχοποιώντας τους μετανάστες για την ανεργία δεν βρήκε ανταπόκριση στο εκλογικό σώμα.

Συστηματικότερη υπήρξε η επίδραση της Ακρας Αριστεράς στα αντικοινοβουλευτικά συναισθήματα των ψηφοφόρων. Καταλογίζοντας «νεοφιλελευθερισμό» στα σοσιαλιστικά/σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και εξομοιώνοντάς τα με τις συντηρητικές δυνάμεις, η Ακρα Αριστερά ισοπεδώνει τις διαφορές των αντιπάλων της. Η ισοπέδωση αποτελεί προϋπόθεση, ώστε να καρπωθεί η ίδια τη δυσαρέσκεια για την πολιτική, τους πολιτικούς και τους θεσμούς της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Είναι ενδεικτικό των εκλογικά επιτυχημένων κομμάτων που βρίσκονται αριστερότερα της παραδοσιακής Αριστεράς ότι η άνοδος των ποσοστών τους είναι συνάρτηση της στάσης διαμαρτυρίας που υιοθέτησαν κατά των κομμάτων, της αντιπροσώπευσης και της συναινετικής διακυβέρνησης.

Από τη δεκαετία του 1990 Ακρα Δεξιά και Ακρα Αριστερά ενεργοποιούν μια προϋπάρχουσα αδρανή διαθεσιμότητα στο εκλογικό σώμα για τα πολιτικά άκρα. Στην Ελλάδα αντίστοιχες διεργασίες άργησαν να τεθούν σε εφαρμογή: από τη μια η μη-αυθύπαρκτη παρουσία της Ακρας Δεξιάς στο κομματικό σύστημα της Μεταπολίτευσης (εκτός την περίοδο 1977-81) και από την άλλη ο φιλοευρωπαϊκός και θεσμικός προσανατολισμός της ανανεωτικής Αριστεράς, σε συνδυασμό με τα χαρακτηριστικά κλειστού συστήματος του ΚΚΕ, δεν δημιουργούσαν προϋποθέσεις για να τεθεί σε λειτουργία το «μοντέλο του λουτήρα». Μετά το 2000, όμως, η ίδρυση του ΛΑΟΣ κινητοποιεί τα ξενοφοβικά συναισθήματα που ελλόχευαν στην κοινωνία. Διεισδύοντας ο ΛΑΟΣ σε εκλογικά κάστρα του ΚΚΕ και σε στρώματα αποκλήρων και ευρισκόμενος σε έναν ιδιότυπο εκλογικό ανταγωνισμό με το Κομμουνιστικό Κόμμα, το υποχρέωσαν να ανοιχθεί σε ομάδες χωρίς να εξετάζει την ταξική τους συνείδηση, με μόνο κριτήριο την ένταση της διαμαρτυρίας τους εναντίον του συστήματος διακυβέρνησης.

Την οδό της πολιτικής διαμαρτυρίας ως μέσου επικοινωνίας με το εκλογικό σώμα επιλέγει και ο ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2004. Εχοντας να αντιμετωπίσει τον εκλογικό ανταγωνισμό του ΚΚΕ στα αριστερά και του ΠΑΣΟΚ στα δεξιά του, ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει τον κινηματικό προσανατολισμό και τη στάση διαμαρτυρίας. Χαρακτηριστικό των κομμάτων διαμαρτυρίας είναι ότι ευθυγραμμίζονται στην «πολιτική ζήτηση», δηλαδή σε διαθέσεις και αιτήματα των ψηφοφόρων, όπως καταγράφονται στην πολιτική συγκυρία. Ομως, ο χώρος της ευρωπαϊκής Αριστεράς στη Μεταπολίτευση υπήρξε χώρος που ευθυγραμμιζόταν στην «πολιτική προσφορά», δίνοντας έμφαση στον θεσμικό του ρόλο και στον κοινοβουλευτικό έλεγχο της εξουσίας. Ο συνδυασμός κινηματικής δράσης και στάσης διαμαρτυρίας στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ οδήγησε σε εντυπωσιακή δημοσκοπική αύξηση των δυνάμεών του μετά τις εκλογές του 2007, αλλά και στη διάψευση αυτής της δυνητικής κατάστασης στην πραγματική εκλογική σκηνή. Για να το διατυπώσουμε αλλιώς, σε επίπεδο δυνητικής πραγματικότητας ο ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε το ρεύμα των διαμαρτυρόμενων εκλογέων, αλλά σε επίπεδο υπαρκτής πραγματικότητας οι διαμαρτυρόμενοι εκλογείς υπονόμευσαν την κοινοβουλευτική μάχη για την είσοδό του στη Βουλή με ενισχυμένες δυνάμεις.

Αν κάπου οδηγεί η υιοθέτηση της στάσης της πολιτικής διαμαρτυρίας από τα κόμματα είναι ότι θέτουν σε λειτουργία το «μοντέλο του λουτήρα», με αποτέλεσμα ατομικές αντιλήψεις ή απόψεις μικρών ομάδων, που είναι σε σιωπή και απομόνωση, να κερδίζουν έδαφος. Εν τέλει, τα κόμματα διαμαρτυρίας ρυμουλκούν από το πολιτικό περιθώριο τις δυνάμεις της διαμαρτυρίας. Αυτές, μπορούν ευκολότερα να εκφράζουν τις (αντικοινοβουλευτικές και αντιθεσμικές) ιδέες τους, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι διευρύνονται τα όρια της κοινωνικής ανοχής απέναντι σε τέτοιες ιδέες, ούτε και η πολιτική αποδοχή εκείνων που τις κατέστησαν διατυπώσιμες.