Σε εκλογές που έχουν «ποδοσφαιροποιηθεί» σε βαθμό ασφυξίας, με διλήμματα πολλών αποχρώσεων, τότε στο αποτέλεσμα χωρά και η ανάλογη έκβαση: με το στοιχείο της έκπληξης, το κακό θέαμα, την κοκορομαχία, την ανουσιότητα. Και νικητής; Η εκκωφαντική σιωπή της αποχής…

Ads

Στην Ελλάδα οι εκλογές θυμίζουν πανηγύρι, μόνο που σταδιακά –συν τω χρόνω- η χαρμόσυνη πτυχή περιορίζεται από το θόρυβο. Μοιάζουν, επίσης, με φοιτητικές εκλογές, όταν η κάλπη βγάζει τους πάντες… νικητές. Έτσι και τώρα όλοι νίκησαν. Πλην των πολιτών.

Διότι γενικά στην πολιτική συζήτηση και ειδικότερα στην προεκλογική περίοδο, τα πραγματικά προβλήματα (ή θέματα) απουσίασαν από το δημόσιο λόγο (είτε στα ΜΜΕ είτε στην κομματική δράση). Επικράτησε ως επί το πλείστον η πολιτικολογία, η τροφοδότηση ενός ανούσιου πολιτικού παιγνίου.

Σε αυτό το πλαίσιο κινήθηκε ο πρωθυπουργός όταν έθετε το δίλημμα- απειλή των πρόωρων εκλογών. Σήκωσε, είπαν, το γάντι που είχαν ρίξει τα κόμματα της αντιπολίτευσης- δεξιά και αριστερά- εναντίον του Μνημονίου: Χωρίς να προτείνουν εφικτή εναλλακτική, παρά μόνο τη λογική «εμείς είμαστε καλύτεροι (άλλο μείγμα πολιτικής)» από τη ΝΔ ή κατάρες εναντίον του καπιταλισμού και μαξιμαλιστικές ιδέες από την Αριστερά και δη το ΚΚΕ. Τα κόμματα επέλεξαν το πολιτικό πόκερ αντί της πολιτικής, δηλαδή της διαδικασίας που αναδεικνύει θέματα, λύνει προβλήματα, εκπονεί και εφαρμόζει στρατηγικές.

Ads

Με αυτά απόντα, αναπόφευκτα η πραγματική εικόνα μπήκε στο περιθώριο. Και η κάλπη, δια της συμπεριφοράς των πολιτών, πήρε εκδίκηση. Το 40% γύρισε την πλάτη, δεν ψήφισε. Έστειλε μήνυμα βροντώδες, ότι όλοι αυτοί κινούνται πολιτικώς ελεύθερα ή ζητούν κάτι το διαφορετικό ή δεν πιστεύουν στο υπάρχον πολιτικό προσωπικό ή σκέφτονται μηδενιστικά/ισοπεδωτικά ή απλώς δεν τους νοιάζει. Βάσει του εκλογικού συστήματος η απουσία τους είναι ανώδυνη. Το πολιτικό σκηνικό, όμως, οφείλει να νιώσει τους κλυδωνισμούς- αυτή η ανεξέλεγκτη μάζα ανθρώπων μπορεί ανά πάσα στιγμή να στραφεί προς οπουδήποτε. Και η μετατόπιση των τεκτονικών πλακών στο υπάρχον πολιτικό σύστημα να γεννήσει μία εντελώς διαφορετική εικόνα.

Στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκε και το 9% (επί των ψηφισάντων) που επέλεξε λευκό ή άκυρο. Έστειλε σαφές μήνυμα ότι παρίσταται στη δημοκρατική διαδικασία, αλλά δεν ελπίζει, αποδοκιμάζει τους πάντες. Σημαντικά ποσοστά κατέγραψαν και αρκετές ανεξάρτητες υποψηφιότητες. Γεγονός που δείχνει ότι οι υποδείξεις των κομμάτων βρίσκουν ολοένα και λιγότερα ευήκοα ώτα.

Και εντός της κάλπης, την έκπληξη έκαναν όσοι ασχολήθηκαν με πραγματικά θέματα. Στην περίπτωση του δήμου Αθηναίων, για παράδειγμα, υπήρξαν δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις- μία θετική και μία αρνητική. Το 7,4% του Γ. Αμυρά, ο οποίος έθεσε πέντε πράγματα που αφορούν στην καθημερινότητα των πολιτών- μιλώντας με διαφορετική, απλή και εναλλακτική γλώσσα, καθόλου ξύλινη, ουδόλως πολιτικάντικη. Και το 5,26% της Χρυσής Αυγής, ενός ακρότατου σχηματισμού, που έθεσε επιτακτικά (με άθλιο τρόπο) το υπαρκτό θέμα των μεταναστών και των οιονεί γκέτο στις συνοικίες κάτω και πέρα από την Ομόνοια.

Την επόμενη ημέρα άπαντες αναζήτησαν το λεγόμενο «μήνυμα των εκλογών». Στα τηλεοπτικά ΜΜΕ το πραγματικό μήνυμα ουδέποτε πήγε- η κατάσταση παρέμεινε αφασική, ιδρυματική. Πάλι τα πραγματικά προβλήματα απουσίαζαν, και όποιος αποτολμούσε να πει κάτι άλλο, τον επανέφεραν στην τάξη. Μεταξύ άλλων και η Τοπική Αυτοδιοίκηση, για χάρη της οποίας υποτίθεται διεξήχθησαν οι εκλογές. Αυτή κι αν ήταν χαμένη…

Η πραγματικότητα πήρε εκδίκηση δια της προσέλευσης ή μη στην κάλπη. Και το πολιτικό προσωπικό, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, εξακολουθεί να κωφεύει. Αντί να δείξει σοβαρότητα εν μέσω κρίσης, παίζει πολιτικό πόκερ, μετρώντας ποσοστά και δυνάμεις. Αντί να δει τη μεγάλη εικόνα και να προτείνει ή να εφαρμόσει λύσεις, περιχαρακώνεται στο δογματισμό του. Στο εάν έβαλε γκολ. Με τέτοιο θέαμα, όμως, το γήπεδο αδειάζει και γιουχάρει τους παίκτες. Οι θεατές εύκολα θα στραφούν σε κάτι καινούργιο, ακόμα και ρισκάροντας, εάν στη σκηνή δεν ακουστεί έγκαιρα ο ήχος από την αυλαία που πέφτει (με κρότο…).