Ο Αλισέρ είχε πλέον κλείσει τα εννιά του χρόνια και ξεκινούσε να πάει κάθε πρωί στο σχολείο του που βρισκόταν στην άλλη μεριά του ποταμού. Στην άλλη όχθη του Συρ Νταριά, του αρχαίου ποταμού Ιαξάρτη. Το σπίτι του ήταν στις νέες πολυκατοικίες, στη νέα πόλη, κοντά στο μεγάλο, ασημί άγαλμα του Λένιν, εκεί που βρίσκεται και το μνημείο των πεσόντων στο Αφγανιστάν.

Ads

Περπατούσε κρατώντας το χέρι της μητέρας του και φορώντας τη μικρή του γραβάτα στα χρώματα της εθνικής σημαίας και το μαύρο κοστουμάκι του, όπως όλοι οι μαθητές. Η νέα πόλη δεν ήταν πιο και τόσο νέα, ούτε τόσο όμορφη, ήταν μια γειτονιά  με τις ομοιόμορφες χαμηλοτάβανες σοβιετικές πολυκατοικίες που είχαν γίνει πριν από 50 σχεδόν χρόνια.

– Αυτό το μεγάλο άγαλμα που βλέπεις, δεν ήταν πάντοτε εδώ!  Του είπε η μαμά του δείχνοντάς του τον Λένιν.
– Μου το έχεις ξαναπεί αυτό μαμά, ήταν στην κεντρική πλατεία, λίγο πιο κάτω.
– Και αυτοί που βλέπεις να είναι γραμμένοι πάνω στο μαύρο μνημείο του Αφγανιστάν είχαν πάει εκεί μαζί με το θείο μου τον Ρουστάμ. Θυμάσαι το θείο που ερχόταν στο σπίτι και σας έλεγε ιστορίες;
– Τον θυμάμαι,  ναι, αλλά δεν μου έχεις πει τελικά, γιατί είχε πάει αυτός ο θείος στο Αφγανιστάν;
– Πήγαν πολλοί τότε. Ο θείος μου είχε πάει από νωρίς,  πριν να γίνει ο πόλεμος,  γιατί δούλευε ως οδηγός μηχανημάτων στους συνεταιρισμούς και ως διερμηνέας.
– Τι είναι διερμηνέας;  Την έχεις ξαναπεί αυτή τη λέξη.
– Είναι αυτός που ξέρει ξένες γλώσσες και μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να συνεννοηθούν καλύτερα. Στο Αφγανιστάν μιλούν την ίδια γλώσσα με εμάς, περσικά και ο θείος βοηθούσε τους Ρώσους να στήνουν τα μηχανήματα και τα εργοστάσιά τους. Αλλά μετά ήρθε ο πόλεμος κι ευτυχώς έφυγε από εκεί και γύρισε εδώ κοντά μας.

Περπάτησαν άλλα δέκα λεπτά και πέρασαν από τις τεράστιες λεωφόρους, τα μεγάλα πάρκα, τα αθλητικά κέντρα,  τη νέα γέφυρα, τα παρτέρια με τα αμέτρητα λουλούδια,  τα προσεγμένα πεζοδρόμια. Η πόλη τους, η δεύτερη πόλη της χώρας,  το Χουτζάντ, είχε αλλάξει πολύ τα τελευταία χρόνια. Απέκτησε σταθερό ηλεκτρικό δίκτυο, αρκετά νέα ξενοδοχεία,  ακόμα καλύτερες υποδομές, πολύ πράσινο,  υποδειγματικούς δημόσιους χώρους.

Ads

Δεκάδες άνθρωποι ήταν διάσπαρτοι στην πόλη από νωρίς το πρωί και σκάλιζαν τα παρτέρια για να φροντίσουν τα λουλούδια. Ο μεγάλος, δροσερός ποταμός είχε ένα γαλαζωπό χρώμα κάθε πρωί και τα γύρω βουνά έμοιαζαν κιτρινωπά από το πρώτο φως του ήλιου.

Η μητέρα του Αλισέρ δούλευε στο παζάρι, είχε τον δικό της πάγκο όπου πουλούσε ψωμιά. Ο άντρας της δούλευε τα τελευταία πέντε χρόνια στη Μόσχα, από τότε που γεννήθηκε η μικρή τους κόρη, για να ενισχύει το εισόδημά τους. Είχε φύγει και αυτός, όπως πολλοί άλλοι, περίπου 400 χιλιάδες Τατζίκοι ζουν στη Ρωσία.

Ο Αλισέρ χαιρέτησε τη μητέρα του που πήρε την θέση της στον αριθμημένο πάγκο και πήρε το δρόμο για το σχολείο. Λίγα μέτρα πιο μακριά όμως στάθηκε,  καθώς του μίλησε μια γυναίκα. Ήταν η δασκάλα του, που ψώνιζε ψωμί κι ένα μικρό κολατσιό για τη συνέχεια της ημέρας.

– Καλημέρα Αλισέρ! Θέλεις να πάμε μαζί στο σχολείο; Του είπε χαμογελώντας. Ήταν ένας από τους καλούς μαθητές της και τον αγαπούσε λίγο παραπάνω ίσως.
– Πάμε!  Απάντησε πρόθυμα ο μαθητής.

Διέσχισαν μαζί την αχανή πλατεία μπροστά από το παζάρι το οποίο χτίστηκε σε ανατολίτικο στυλ, το 1964, από τους σοβιετικούς. Απέναντι από την αγορά βρισκόταν ένα κεντρικό, παλιό τζαμί και κάποιοι μεσήλικες άνδρες είχαν μόλις βγει από την πρωινή προσευχή και κάθονταν στα μαρμάρινα πεζούλια του περίβολου.

– Η μαμά μου λέει ότι εγώ δεν μπορώ να μπω στο τζαμί ακόμα επειδή είμαι μικρός. Είπε ο Αλισέρ.
– Έχει δίκιο η μαμά σου. Έτσι λέει ο νόμος. Δεν μπορούν να μπουν στο τζαμί όσοι είναι κάτω από 18 ετών.
– Έχει δίκιο άραγε αυτός ο νόμος;  Ρώτησε με νόημα ο Αλισέρ;
– Έχει δίκιο. Εσείς έχετε μαθήματα, έχετε άλλες υποχρεώσεις. Πρέπει πρώτα να μάθετε και ύστερα να πηγαίνετε, αν θέλετε, στο τζαμί. Άλλωστε,  όποιος θέλει να πιστεύει και να προσεύχεται, το κάνει και στο σπίτι του, ο Θεός ακούει τις προσευχές.

 

Αγρότες με γείτονες τους Αφγανούς σε μετασοβιετική ισορροπία

Το Τατζικιστάν, έχοντας περάσει από έναν πικρό εμφύλιο πόλεμο κατά η δεκαετία του ’90, ήθελε να προστατευτεί από το ριζοσπαστικό Ισλάμ και με νόμο είχε θέσει περιορισμούς. Όσοι ήταν κάτω από 40 ετών δεν μπορούσαν να πάνε για προσκύνημα στη Μέκκα,  οι γυναίκες και οι κάτω των 18 δεν μπαίνουν στα τζαμιά, έκλεισαν οι μεντρεσέδες, απαγορεύτηκαν οι θρησκευτικές χορηγίες από ισλαμικές χώρες. Στις μικρές πόλεις και στα χωριά δεν γινόταν προσευχή και κήρυγμα τις Παρασκευές. Υπήρχε λόγος για όλα αυτά: το Αφγανιστάν είναι δίπλα και τα γεγονότα της δεκαετίας του 1980 με τον πόλεμο της ΕΣΣΔ εκεί ήταν ακόμα πρόσφατα.

Λόγω αυτού του πολέμου , είχε ανατραφεί μια ολόκληρη γενιά ριζοσπαστών μαχητών από τις δυτικές χώρες οι οποίες θα μπορούσαν εύκολα να πλήξουν το φτωχό Τατζικιστάν που είχε ανέκαθεν έναν συντηρητικό, αγροτικό πληθυσμό και είναι μια χώρα που μοιράζεται την ίδια γλώσσα και κουλτούρα με το νότιο γείτονα.

Ο Αλισέρ περπατούσε δίπλα στη δασκάλα του και την ρωτούσε πολλά και διάφορα:
– Ο μπαμπάς είπε ότι δεν θα έρθει τελικά αυτό το μήνα. Η μαμά δεν μου λέει  γιατί. Είπε κάτι για τα χαρτιά και την άδεια του. Τι εννοεί ;
– Ο μπαμπάς σου δουλεύει στη Ρωσία, έτσι δεν είναι; Εκεί είναι τα πράγματα λίγο πιο δύσκολα για τους Τατζίκους, λόγω της πρόσφατης επίθεσης που έγινε στο θέατρο στη Μόσχα. Θυμάσαι; Θα το είδες στην τηλεόραση. Οι Ρώσοι κάνουν πολλούς ελέγχους σε όσους δουλεύουν εκεί, ρωτάνε πιο πολλά,  έχουν γίνει πιο αυστηροί. Αλλά ο μπαμπάς σου δεν θα έχει πρόβλημα,  μην ανησυχείς…
Δεν τα καταλάβαινε όλα όσα άκουγε ο Αλισέρ, αλλά του αρκούσε η καθησυχαστική φωνή της δασκάλας του.

Η δασκάλα και ο μαθητής συνέχισαν να περπατούν και από πάνω τους δέσποζε ένα από τα πολλά υπερμεγέθη πορτραίτα του προέδρου της χώρας. Ο πρόεδρος,  το πρόσωπο που όλοι γνωρίζουν και όλοι βλέπουν κάθε μέρα, σε τοίχους, σε κτίρια, σε πάρκα, σε νησίδες των δρόμων, είναι στην εξουσία εδώ και 30 χρόνια, από το 1994.

Πριν γίνει πρόεδρος, κατά τα τελευταία χρόνια της ΕΣΣΔ,  διοικούσε ένα σοβχόζ, ένα κρατικό αγρόκτημα, ήταν στέλεχος του κόμματος και ύστερα, μετά από λίγα χρόνια κι εν μέσω εμφυλίου πολέμου, αναδείχθηκε ως εγγυητής της ενότητας, του κοσμικού κράτους, της μετασοβιετικής ισορροπίας.

Η προσωπολατρεία του πλέον έχει ξεπεράσει κάθε όριο και πρόσφατα διόρισε το γιο του δήμαρχο της πρωτεύουσας Ντουσαμπέ, δείχνοντας προφανώς το διάδοχό του, τον εκλεκτό από τα εννέα παιδιά του. Αλλά η πολύ καλή εικόνα των πόλεων, η ισορροπία ανάμεσα σε μεγάλες δυνάμεις όπως η Ρωσία και η Κίνα, τα πολλά δημόσια έργα,  η απόσταση από το αυστηρό Ισλάμ, η ανάπτυξη του τουρισμού είναι παράγοντες που κάνουν τον πρόεδρο «πατρική φιγούρα» για πολλούς. Το μεγάλο ερώτημα που τίθεται είναι αν αυτή η ισορροπία θα διατηρηθεί και μετά το βιολογικό του τέλος.

Έξω από το ιστορικό μουσείο της πόλης, ο Αλισέρ είδε ένα θέαμα που δεν ήταν και τόσο συνηθισμένο. Μια ομάδα ξένων τουριστών στεκόταν εκεί, ένα γκρουπ που είχε ξεκινήσει πρωί πρωί για να γνωρίσει την ιστορική αυτή πόλη. Ο ξεναγός τους μιλούσε στα ρωσικά και δίπλα του κάποιος μετέφραζε σε μια άγνωστη γλώσσα. Αυτός θα πρέπει να ήταν ένας «διερμηνέας» σκέφτηκε ο Αλισέρ.

Ένα μεγάλο μουσείο μιλάει για την ιστορία της Ελλάδας

– Κυρία,  να περιμένουμε να ακούσουμε λίγο;
Στάθηκαν και οι δύο παραδίπλα και η δασκάλα ρώτησε ευγενικά τον διερμηνέα της ομάδας από πού έρχονται οι επισκέπτες. Η απάντηση την εξέπληξε.
– Από την Ελλάδα; Αναφώνησε η δασκάλα.
– Ναι, από την Ελλάδα. Εμάς μας ενδιαφέρει αυτός ο τόπος. Οι Έλληνες είχαν έρθει από παλιά εδώ,  από πολύ παλιά.
– Ναι, το ξέρουμε,  η πρωτεύουσα της χώρας είναι η Αθήνα και ο πρώτος που είχε έρθει εδώ ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος ο Μακεδών. Αυτή εδώ η πόλη, η πόλη μας, το σημερινό Χουτζάντ,  ήταν η Αλεξάνδρεια η Εσχάτη, η τελευταία Αλεξάνδρεια που ίδρυσε ο Αλέξανδρος πριν συνεχίσει προς τη Βακτριανή και την Ινδία. Είπε περήφανα η δασκάλα. Εδώ ο Αλέξανδρος πολέμησε τον Σπιταμένη και τελικά πήρε για γυναίκα του την ντόπια πριγκίπισσα Ρωξάνη.

Ο Αλισέρ κοιτούσε με θαυμασμό τη δασκάλα του που μιλούσε τόσο καλά τα ρωσικά και έλεγε τόσα πολλά πράγματα στους ξένους.

Ο ξεναγός συνέχισε να μιλάει με πάθος στους τουρίστες : «Σε αυτό εδώ το μουσείο,  δίπλα στο αρχαίο κάστρο, στις όχθες του αρχαίου Ιαξάρτη, θα δείτε ένα μουσείο που θα σας εκπλήξει. Εκεί θα δείτε μια αίθουσα ολόκληρη αφιερωμένη στον Μ. Αλέξανδρο. Μια ολόκληρη αίθουσα από ψηφιδωτά που μας μιλούν για την Πέλλα, για τον Αριστοτέλη, για τα Γαυγάμηλα, για τη Ρωξάνη, για τη Βαβυλώνα. Και μαζί με αυτά θα βρείτε κι έναν τεράστιο χάρτη από χρωματιστές πέτρες στο δάπεδο που μας δείχνει την πορεία της εκστρατείας. Το πιστεύετε; Ένα μεγάλο τοπικό μουσείο που μιλάει για την ιστορία της Ελλάδας, εδώ, στο μακρινό Τατζικιστάν. Ίσως ένα τέτοιο μουσείο να μην υπάρχει στην ίδια την Ελλάδα. Ένα μουσείο που να μιλάει για την εκστρατεία και τα αποτελέσματά της, κυρίως τη δημιουργία του ελληνιστικού κόσμου.

Ο Αλισέρ καταλάβαινε τα περισσότερα από όσα άκουγε, καταλάβαινε ήδη αρκετά καλά τα ρωσικά, αλλά άκουγε πολλές άγνωστες λέξεις. Η δασκάλα του εξήγησε μερικά από όσα άκουσε και ύστερα άρχισε να μιλά με τον ξεναγό. Μεταξύ άλλων και αφού ρωτήθηκε, είπε μερικά ενδιαφέροντα πράγματα για το σχολείο. Είχαν, είπε, κάθε χρόνο εβδομάδες – αφιερώματα σε Πέρσες ποιητές (σκεφθείτε να υπήρχε εβδομάδα Ομήρου, Παλαμά ή Ελύτη!), είχαν οικοκυρικά και μικροτεχνία, ακόμα και για τα αγόρια.

Η δασκάλα έδειξε ότι βιάζεται και χαιρέτισε ευγενικά τους ταξιδιώτες, αφού πρώτα φωτογραφήθηκε μαζί τους. Ύστερα πήρε το χέρι του Αλισέρ και του είπε χαμηλόφωνα πως έπρεπε να πάνε στο σχολείο.

Οι Έλληνες τουρίστες θα επισκέπτονταν το μουσείο της πόλης και ύστερα θα περπατούσαν δίπλα στα ερείπια από το αρχαίο κάστρο. Όλα τα κάστρα της Κεντρικής Ασίας είναι πλέον μια άμορφη μάζα από χώμα και άμμο. Και αυτό γιατί ήταν χτισμένα από  πλίνθους, από ψημένα τούβλα, που είναι ένα φθαρτό υλικό και αλλοιώνεται βίαια και γρήγορα από το αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου.

Το πέρασμα από την πόλη Χουτζάντ,  στα βόρεια του Τατζικιστάν, στα όρια της εύφορη κοιλάδας Φεργκάνα, είναι η γνωριμία με την αρχαία Σογδιανή. Τα πανύψηλα βουνά που αντικρίζουν την ιστορική πόλη, είναι ένα φυσικό όριο. Δύο μεγάλες οροσειρές,  δύο απροσπέλαστα εμπόδια,  η οροσειρά του Ζεραφσάν και τα βουνά Φαν, διατρέχουν τη χώρα από Ανατολή ως Δύση και τη χωρίζουν σε δύο μεγάλες γεωγραφικές και ιστορικές ενότητες : στα βόρεια η Σογδιανή και στα νότια η Βακτριανή.

Η μικρή ομάδα των Ελλήνων τουριστών που έψαχναν τα απομεινάρια μιας αρχαίας εκστρατείας στα βάθη της ασιατικής ενδοχώρας, συνέχισε προς τα βουνά. Πρώτη στάση,  στα όρια της πεδιάδας, το Ισταραβσάν, η αρχαία Κυρόπολη, εκεί όπου δόθηκε μάχη και εκεί όπου ο Αλέξανδρος τραυματίστηκε από μια πέτρα. Ακόμα και αυτό μνημονεύεται στο κάστρο της πόλης σε μια διακοσμητική ζωφόρο. Η πεδιάδα τελειώνει απότομα, εκεί που τελειώνει και η πόλη αυτή, στα μέρη που εκτεινόταν η πιο μακρινή σατραπεία των Περσών. Οι καλλιέργειες δίνουν τη θέση τους σε βοσκοτόπια, μέχρι που η βλάστηση σχεδόν χάνεται. Πολλές οι στροφές και εντυπωσιακό το ορεινό τοπίο.

Εκεί που ο δρόμος ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά, ένα τούνελ κατασκευάστηκε πριν λίγα χρόνια για να διευκολύνει το πέρασμα της πρώτης σειράς βουνών. Το τούνελ του Σαχριστάν κτίστηκε το 2012 από τους Κινέζους. Η έξοδος από το τούνελ λυτρωτική αλλά και φαντασμαγορική, καθώς μπροστά σε οδηγούς κι επιβάτες ανοίγεται η βαθιά κοιλάδα του ποταμού Ζεραφσάν, του χρυσοφόρου, του «πολυτίμητου» κατά τους αρχαίους συγγραφείς. Ξερά, πανύψηλα βουνά παντού τριγύρω, όγκοι που κλείνουν το οπτικό πεδίο, αμέτρητες χιονισμένες κορυφές κι ένας δρόμος φιδογυριστός που μοιάζει σαν μια απαραίτητη διέξοδος από τον ορεινό λαβύρινθο. Να και λίγο πράσινο στο βάθος! Το πράσινο πλησιάζει καθώς το αυτοκίνητο κατεβαίνει.

Επιβλητική ομορφιά και πανύψηλα βουνά παντού

Οι ταξιδιώτες αναθαρρούν και προσπαθούν να φωτογραφίσουν ό,τι μπορούν,  όσα μπορούν. Η επιβλητική, φυσική ομορφιά κατακλύζει το βλέμμα και τις αισθήσεις. Ο Ζεραφσάν είναι ορμητικός, σχίζει τα βράχια και συγκεντρώνει με κρότο την φρεσκάδα από κάθε μικρό ρυάκι που έχει γεννηθεί πολύ ψηλά,  στην άκρη κάποιου παγετώνα. Το νερό είναι πολύ και στην άκρη του , λίγο πιο χαμηλά, μετά από πολλές ακόμα στροφές, εμφανίζονται χωράφια και βοσκοτόπια, οπωροφόρα και μποστάνια, μικρά χωριά γεμάτα ζωή δίπλα σε αυτές τις πράσινες οάσεις. Είναι η ώρα που ο μικρός θα έχει ήδη σχολάσει από το μάθημά του και θα έχει πολλές απορίες για τους ξένους τουρίστες που είδε το ίδιο πρωί.

Το καραβάνι όμως τον ξένων τουριστών είναι ήδη μακριά. Πέρα από τα βουνά. Ο δρόμος τους πάει προς τα δυτικά,  προς τη Σαμαρκάνδη, εκεί που κάποτε περπάτησε και ο ίδιος ο Αλέξανδρος. Προορισμός τους είναι μια αρχαία «πεντάπολη», το Παντζικέντ, εκεί που ο ποταμός γίνεται πολύ φαρδύς, εκεί που τα ψηλά βουνά αφήνουν τη θέση τους σε ομαλές πεδιάδες. Ο Ζεραφσάν συνεχίσει το ταξίδι του μέσα στο Ουζμπεκιστάν,  μέχρι που τα νερά του χάνονται κάτω από μια έρημο, κοντά στην ιστορική Μπουχάρα.

Οι ταξιδιώτες όμως δεν θα φτάσουν ως εκεί, δεν θα περάσουν τα σύνορα. Κοιτάζοντας τα νότια βουνά, όχι μακριά από το Παντζικέντ, ακούνε πάλι τη φωνή του παραμυθά ξεναγού τους να τους λέει πως «κάπου εκεί βρισκόταν ένα οχυρό,  ένα πέρασμα,  η Σογδιανή Πέτρα. Αυτό το μέρος έπρεπε τότε να κατακτήσει ο Αλέξανδρος για να καθυποτάξει τη χώρα της Σογδιανής.»

Πέρα όμως από το ένδοξο παρελθόν, πέρα από τη φουσκωμένη περηφάνια όσων νιώθουν απόγονοι του μεγάλου στρατηλάτη, μια είναι η ουσία : ότι στο μακρινό Τατζικιστάν, οι ντόπιοι, οι απλοί άνθρωποι αλλά και οι επίσημοι ιστορικοί, αναφέρουν και αναγνωρίζουν τον Αλέξανδρο ως μέρος και της δικής τους ιστορίας, όχι ως κατακτητή. Είναι μέρος των λαϊκών τους μύθων,  της συλλογικής τους μνήμης, της ασβέστης φήμης ενός μακρινού παρελθόντος. Τον τιμούν και τον θαυμάζουν. Τον αποδέχονται ως μια αξιομνημόνευτη στιγμή της δικής τους ιστορικής πορείας.

Η βραδιά περνάει στο Παντζικέντ. Αυτή η πόλη κάποτε ήταν κάτι το άξιο και ιδιαίτερο. Είχε ψηλά τείχη και πλούτο μεγάλο, ορθωνόταν πάνω από τη κοιλάδα του ποταμού, στο δρόμο προς τη Σαμαρκάνδη. Ήταν σταθμός στο δρόμο του μεταξιού. Πριν από περίπου 14 αιώνες, είχε 10 χιλιάδες κατοίκους και στέγαζε μια ακμάζουσα κοινότητα από εμπόρους Σογδιανούς, περσόφωνους κοσμοπολίτες που είχαν επαφές με την Κίνα,  με την Ινδία, με την Περσία. Ήταν Ζωροάστρες και συνήθιζαν να διακοσμούν τα σπίτια τους με πλούσιες τοιχογραφίες, με πολλές και όμορφες εικόνες : πλούτος, μύθοι, μάχες, θεότητες, πουλιά κι ελέφαντες, λουλούδια και γιορτές,  χοροί και προσφορές, ένας κόσμος ιδεατός με πολλά χρώματα και ακόμα περισσότερες οπτικές συγκινήσεις.

Πρέπει να ήταν μια πολύ όμορφη πόλη κάποτε η «πεντάπολη» των Σογδιανών, των ανατολικών Περσών, την έχουν ονομάσει Πομπηία της Ανατολής. Κι όμως χάθηκε, λεηλατήθηκε, ταπεινώθηκε, κάτω από το σπαθί και την ορμή των Αράβων. Έτσι είναι η ιστορία. Γεμάτη από απογοητεύσεις και ανατροπές. Πολλές από τις λαμπρές τοιχογραφίες της πόλης αυτής του μεταξιού και του εμπορίου βρίσκονται σήμερα στο μουσείο Ερμιτάζ, εκεί κοντά που ζει και ο πατέρας του Αλισέρ, αλλά και στο μικρό τοπικό μουσείο και στην πρωτεύουσα Ντουσαμπέ.

Η ομάδα των ταξιδευτών συνεχίζει την πορεία της μέσα από βουνά και αυχένες. Προορισμός πλέον ένα ορεινό σημείο, μια υπέροχη βαθιά κοιλάδα, όπου βρίσκεται μια τυρκουάζ, παγετώνια λίμνη, η λίμνη του Αλεξάνδρου, η Ισκεντερκούλ. Κι άλλα βουνά πιο πέρα και πιο ψηλά. Και άλλες κορυφές πάνω από τα 5 χιλιάδες μέτρα. Οι δυτικές παρυφές του Παμίρ. Και μόνο το άκουσμα αυτού του ονόματος προκαλεί δέος σε κάθε ταξιδιώτη. Και ο δρόμος ανεβαίνει πιο ψηλά, μέχρι το πέρασμα Ανζόμπ, ένα ακόμα πολύ ορεινό μονοπάτι που περνά ανάμεσα σε εγκαταστάσεις μεταλλωρύχων, δίπλα σε καλύβες κτηνοτρόφων, παράλληλα με πέτρινα μονοπάτια και με πολλά ρυάκια. Το τούνελ σκοτεινό και ατελείωτο,  αυτό το έκαναν οι Ιρανοί το 2006, λέει ο ξεναγός…

Ανακούφιση κατά την έξοδο από το τούνελ και η θέα από ψηλά προκαλεί σε όλους ενθουσιασμό. Τα νερά πάλι κατηφορίζουν μαζί με το δρόμο, ορμητικά και γεμάτα λάσπη, δίπλα στα έκπληκτα μάτια των ταξιδευτών. Οι Έλληνες που γνώρισαν τον μικρό Αλισέρ και την δασκάλα του, συνέχισαν για να φτάσουν στο τελικό σταθμό ενός όμορφου ταξιδιού, σε μια πόλη που το όνομά της στα περσικά σημαίνει «Δευτέρα» (δευτεριάτικο παζάρι), στο Ντουσαμπέ. Μια πόλη που κάποτε λεγόταν Σταλιναμπάντ, μια πόλη που όταν τη διάλεξαν οι Μπολσεβίκοι ως πρωτεύουσα,  το 1924, είχε μόλις 350 κατοίκους!

Μια πόλη που εκτείνεται σε ένα οροπέδιο της αρχαίας Βακτριανής, κοντά στο δρόμο για το Αφγανιστάν, σταυροδρόμι του δρόμου του μεταξιού, ένας τόπος για νομάδες, κτηνοτρόφους, κατακτητές κι εμπόρους.

Τι περιμένει κανείς να δει όμως στην πρωτεύουσα της πιο φτωχής χώρας της Κεντρικής Ασίας; Έτσι μας λένε όλοι οι τουριστικοί οδηγοί, όλες οι στατιστικές,  όλοι οι δείκτες. Ανησυχεί η Δύση για τα χαμηλά εισοδήματα, για τα επίπεδα της δημοκρατίας, για την επιρροή της όμορης Κίνας, για τις σχέσεις με τη Ρωσία που διατηρεί ακόμα στρατιωτική βάση στη χώρα. Τι έχει να μας δείξει τελικά η πρωτεύουσα που συμπυκνώνει το χαρακτήρα μιας ολόκληρης χώρας; Οι προηγούμενες πόλεις είχαν ήδη προϊδεάσει για την πρωτεύουσα, αλλά και πάλι η έκπληξη ήταν μεγάλη κι ευχάριστη : απίστευτη καθαριότητα παντού, άψογη ρυμοτομία και πολεοδομία, ατελείωτα πάρκα, εκατομμύρια λουλούδια, λαμπερά κτίρια, όλα στη θέση τους, όλα ισορροπημένα.

Ο ιδιωτικός χώρος ταπεινός και ο δημόσιος χώρος ένα παλάτι

– Και πού ζουν οι φτωχοί; Ρώτησε εύλογα κάποιος τον ξεναγό.
– Είδατε τις παλιές σοβιετικές πολυκατοικίες; Πολλοί ζουν εκεί, γιατί είχαν πάρει αυτά τα σπίτια δωρεάν. Άλλοι ζουν στις ταπεινές μονοκατοικίες και αγροικίες που είδαμε στα χωριά. Θυμάστε τα χωριά; Το θέμα είναι ότι ακόμα και οι πιο φτωχοί, οι λιγότερο τυχεροί, όσο λίγο χώρο κι αν έχουν, όσο χαμηλό ταβάνι κι αν τους έφτιαξε ο Μπρέζνιεφ, όσο ομοιόμορφα κι αν είναι τα ξεφτισμένα κτίρια τους, έχουν όλα τα υπόλοιπα. Έχουν τα λουλούδια που είναι για όλους. Έχουν τα θέατρα και την Όπερα όπου μπορούν να πάνε με φτηνά εισιτήρια.

Έχουν τα πεντακάθαρα πάρκα, έχουν υπέροχους δημόσιους χώρους, διαθέσιμους σε όλους. Ο ιδιωτικός χώρος ταπεινός και ο δημόσιος χώρος ένα παλάτι. Ακριβώς το αντίστροφο από τα ελληνικά πρότυπα. Και από την άλλη, δεν είδαμε πουθενά επαιτεία, δεν είδαμε ανέχεια, δεν είδαμε αθλιότητα, ούτε ανθρωπιστική κρίση, αντιθέτως παντού βασιλεύει η ολιγαρκής ισορροπία και η αξιοπρέπεια. Το 70% του κόσμου δουλεύει ακόμα στα χωράφια, δεν βασίζονται μόνο σε μισθούς. Για εμάς το οικονομικό σύμπαν είναι το ύψος ενός μισθού και είναι λογικό, γιατί η οικονομία μας έχει μεταλλαχθεί προ πολλού.

– Έχουν όμως και δικτατορία. Και τον ίδιο πρόεδρο εδώ και τόσα χρόνια. Απάντησε κάποιος άλλος.
– Ναι, έχετε δίκιο, είπε ο ξεναγός που ήξερε να ζυγίζει τα λόγια του. Δείξτε μου όμως τελικά, ποιος είναι ο καλός και ποιος ο κακός νεποτισμός; Πού αρχίζει και πού τελειώνει η «καλή» δημοκρατία  και πώς την ορίζουμε; Δεν ξέρω αν αυτή η μικρή περσόφωνη χώρα με τα γεωγραφικά και γεωπολιτικά της χαρακτηριστικά, έχει άλλη επιλογή πολιτικής διοίκησης. Άλλωστε αυτοί εδώ, οι φτωχοί Τατζίκοι, δεν ήθελαν ποτέ να φύγουν από τη Σοβιετική Ένωση. Όταν έγινε δημοψήφισμα, τον Μάρτιο του 1991, ψήφισαν κατά 96% υπέρ της διατήρησης της ΕΣΣΔ. Αναγκάστηκαν λοιπόν να ακολουθήσουν τις εξελίξεις για τις οποίες άλλοι αποφάσισαν.

Η ομάδα των τουριστών ενθουσιάστηκε με το Ντουσαμπέ, είδε ελληνιστικά νομίσματα στα μουσεία, επιγραφές στα ελληνικά από τον ναό του ποταμού Ώξου,  στα σύνορα με το Αφγανιστάν,  βουδιστικά κειμήλια, τοιχογραφίες των Σογδιανών. Είδε επίσης μια πόλη κόσμημα, με όμορφα κτίρια, με επιβλητικά μνημεία, με άψογα πεζοδρόμια, με φροντισμένα λουλούδια. Κάθε δύο εβδομάδες αλλάζουν τα λουλούδια σε όλα τα πάρκα και κήπους της πόλης. Παντού επίσης τα σημάδια της ιστορικής μνήμης : προτομές και αγάλματα ποιητών, αναφορές στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, αποσπάσματα από αρχαία γραπτά.

 

Οι μέρες και οι ώρες του όμορφου ταξιδιού πέρασαν γρήγορα κι ευχάριστα, όπως συμβαίνει πάντα. Ήρθε η ώρα του αεροδρομίου και του αποχωρισμού. Στο τσεκ ιν του αεροδρομίου βρισκόταν και μια μικρή ομάδα τεχνοκρατών, μάλλον Αμερικανών και άλλων δυτικών από κάποιον μεγάλο οργανισμό. Θα συνέτασσαν μια έκθεση για τη «θρησκευτική ελευθερία» και τα ανθρώπινα δικαιώματα στο Τατζικιστάν. Θα έγραφαν μάλλον ότι οι ανήλικοι καταπιέζονται γιατί δεν μπορούν να πάνε στα τζαμιά. Έχει γραφτεί και αυτό πολύ πρόσφατα σε μια αντίστοιχη έκθεση… Θα έγραφαν μάλλον για τη δικτατορία και για τα ανύπαρκτα δικαιώματα μιας ισλαμικής αντιπολίτευσης που μετά τον εμφύλιο έχει καταφύγει στην φιλική Ευρώπη. Θα επεσήμαιναν την απειλή της Κίνας και της αυταρχικής Ρωσίας.

Οι βαλίτσες πήραν το δρόμο τους. Τεχνοκράτες και φυσιολάτρες, αρχαιοδίφες και απλοί τουρίστες, πέρασαν όλοι από τους ίδιους ελέγχους κι αγόρασαν τα ίδια σουβενίρ. Το αεροπλάνο σηκώθηκε και διέγραψε μια εντυπωσιακή στροφή στον αέρα για να πάει προς τα δυτικά.

Φάνηκαν για πολύ λίγο οι ψηλές κορυφές του Παμίρ, τα «πόδια του ήλιου» που θα έβγαινε σε λίγη ώρα, εκεί που βρίσκονται τα σύνορα με την Κίνα. Το ταβάνι της Κεντρικής Ασίας είναι αυτό, με κορυφές που ξεπερνούν τα 7 χιλιάδες μέτρα. Από εκεί ξεκινούν μυθικά ποτάμια και αμέτρητα ταξιδιωτικά παραμύθια. Και ο κουρασμένος πλέον ξεναγός, θυμήθηκε τον μικρό Αλισέρ και τα όνειρά του κι έκανε μια ακόμα τελευταία σκέψη που όμως δεν μοιράστηκε με όλους τους άλλους:

«Μπορεί σε λίγα χρόνια να ακούσουμε κάτι κακό για το Τατζικιστάν, κάτι δυσοίωνο, ίσως μία ακόμα έγχρωμη επανάσταση, μια «άνοιξη» εκδημοκρατισμού ενάντια σε μια αυταρχικό εξουσία. Τότε θα ξέρουμε τι έχει συμβεί, γιατί έχουμε δει κι έχουμε καταλάβει. Τότε θα έχουμε γνώμη σταθερή κι επιχειρήματα, γιατί το ταξίδι είναι ακριβώς αυτό, είναι κυρίως γνώση και προσωπική σοφία. Ταξιδεύοντας μαθαίνεις πολλά και έχεις να πεις πολύ περισσότερα.»

Φωτογραφίες: Δημήτρης Σαρρής

*Ο Δημήτρης Σαρρής είναι Ξεναγός – Ιστορικός – Συγγραφέας