H αφύπνιση της κριτικής συνειδητοποίησης οδηγεί στην έκφραση της κοινωνικής δυσαρέσκειας ακριβώς γιατί αυτή ή δυσαρέσκεια είναι πραγματικό συστατικό στοιχείο μιας καταπιεστικής κατάβασης. O φόβος της ελευθερίας, για τον οποίον ο κάτοχός του δεν έχει πάντα επίγνωση, τον κάνει να βλέπει φαντάσματα. Ένα τέτοιο άτομο καταφεύγει στην επιδίωξη ασφάλειας, που την προτιμά από τούς κινδύνους της ελευθερίας. Και όπως πιστοποιεί o Χέγκελ: «Μόνο με κίνδυνο της ζωής κερδίζεται η ελευθερία… το άτομο πού δεν διακινδυνεύει τη ζωή του, αναγνωρίζεται αναμφίβολα σαν κάποιο «πρόσωπο», αλλά δεν έχει κερδίσει αυτήν την αναγνώριση σαν μια ανεξάρτητη αυτοσυνείδηση» (Georg Hegel, The Phenomenology of Mind, New York, 1967).

Ads

Οι άνθρωποι πολύ σπάνια παραδέχονται ανοιχτά ότι κατέχονται από τον φόβο της ελευθερίας, και τείνουν μάλλον να τον καμουφλάρουν  -κάποτε υποσυνείδητα-, αυτοπροβαλλόμενοι σαν υπέρμαχοι της ελευθερίας. Εμφανίζονται στον κόσμο ως οι πιο κατάλληλοι φρουροί της ελευθερίας, προσδίνοντας στις αμφιβολίες τους ένα ύφος εμβριθούς νηφαλιότητας.

Αλλά συνήθως συγχέουν την ελευθερία με τη διατήρηση του κατεστημένου, έτσι πού αν τύχει και η κριτική συνειδητοποίηση βάλει σε κίνδυνο το κατεστημένο, τότε τούς φαίνεται σα να απειλεί την ίδια την ελευθερία. 

Ή «Αγωγή του καταπιεζόμενου» δεν είναι προϊόν απλής μελέτης και στοχασμού, αλλά έχει τις ρίζες της σε συγκεκριμένες καταστάσεις και περιγράφει τις αντιδράσεις των εργαζομένων (των πόλεων και των χωριών) καθώς και των μικροαστών, πού έχω παρατηρήσει άμεσα ή έμμεσα στη διάρκεια της εκπαιδευτικής μου δράσης. […]

Ads

Είναι ενδεχόμενο το βιβλίο αυτό να προκαλέσει αρνητικές αντιδράσεις σε μερικούς αναγνώστες. ‘Ορισμένοι θα θεωρήσουν τη θέση πού παίρνω στο πρόβλημα της απελευθέρωσης του ανθρώπου ως καθαρά Ιδεαλιστική, ή μπορούν να θεωρήσουν τις συζητήσεις γύρω από το θέμα της οντολογικής αποστολής, της αγάπης, του διαλόγου, της ελπίδας, της ταπεινοφροσύνης και της συμπάθειας, ως αντιδραστικά φληναφήματα.

Άλλοι πάλι δεν θα (ή δεν θα θελήσουν να) παραδεχτούν την καταγγελία μου εναντίον μιας κατάστασης καταπίεσης πού ευνοεί τούς καταπιεστές.

Κατά συνέπεια, η ομολογουμένως δοκιμαστική αυτή εργασία θα ικανοποιήσει τούς ριζοσπάστες. Είμαι βέβαιος πώς οι Χριστιανοί και οι Μαρξιστές, αν και μπορεί να διαφωνούν μαζί μου σε μερικές ή και σ’ όλες τις απόψεις του βιβλίου, θα το διαβάσουν ως το τέλος.

Ο αναγνώστης όμως πού ακολουθεί δογματικά κλειστές και «ανορθόλογες» θέσεις, θα αποκρούσει το διάλογο, πού ελπίζω ν’ ανοίξει το βιβλίο μου.

Ο σεκταρισμός* όταν τροφοδοτείται από φανατισμό πάντα ακρωτηριάζει, ευνουχίζει.  Η ριζοσπαστικότητα, ή ενισχυμένη με κριτική διάνοια, είναι πάντα δημιουργική. Ό σεκταρισμός μυθοποιεί, και γι’ αυτό αλλοτριώνει.  Ή ριζοσπαστικότητα είναι κριτική, και γι’ αυτό απελευθερώνει. Συνεπάγεται αυξημένες ευθύνες για τη θέση πού έχεις εκλέξει, και έτσι μεγαλύτερη δέσμευση στην προσπάθεια να μετασχηματίσεις τη συγκεκριμένη και αντικειμενική πραγματικότητα.

Αντίθετα, ο σεκταρισμός επειδή μυθοποιεί και προβάλλει το παράλογο, μετατρέπει την πραγματικότητα σε μια πλαστή (και επομένως άνάλλαγη) «πραγματικότητα».
 
Ό σεκταρισμός παντού είναι ένα εμπόδιο στην απελευθέρωση του ανθρώπου. Η δεξιά του πτέρυγα δεν προκαλεί πάντοτε, δυστυχώς, το αντίθετό της: τη ριζοσπαστικότητα του επαναστάτη. Όχι σπάνια, οι ίδιοι οι επαναστάτες γίνονται αντιδραστικοί πέφτοντας στον σεκταρισμό, στην προσπάθειά τους ν’ αντιμετωπίσουν τούς σεκταριστές της Δεξιάς.

‘Ωστόσο, αύτη ή πιθανότητα δεν θα πρέπει, να οδηγήσει τον ριζοσπάστη να γίνει ένα άβουλο πιόνι των κορυφών. Από τη στιγμή πού θα μπει στη διαδικασία της απελευθέρωσης δεν μπορεί να παραμένει απαθής μπροστά στη βία του δυνάστη.

Εξάλλου, ό ριζοσπάστης δεν είναι ποτέ υποκειμενιστής. Γι’ αυτόν το υποκείμενο υπάρχει μόνο σε σχέση με το αντικείμενο (τη συγκεκριμένη πραγματικότητα πού καλείται να αναλύσει). Έτσι, υποκειμενικότητα και αντικειμενικότητα συνάπτονται σε μια διαλεκτική ενότητα και παράγουν τη γνώση πού βρίσκεται σε άμεση σχέση με τη δράση, και αντίστροφα.

Από την άλλη μεριά, ο σεκταριστής οποιασδήποτε απόχρωσης, τυφλωμένος από τον παραλογισμό του, δεν είναι σε θέση να συλλάβει τη δυναμική της πραγματικότητας — ή τη συλλαμβάνει εσφαλμένη. Κι αv κάποτε σκέφτεται διαλεκτικά, ακολουθεί μια «τιθασευμένη διαλεκτική».

Ο δεξιός σεκταριστής (τον όποιο έχω ήδη ονομάσει «γεννημένο σεκταριστή»), προσπαθεί να επιβραδύνει το ρυθμό της Ιστορικής πορείας, να «τιθασεύσει» το χρόνο και έτσι να τιθασεύσει τον άνθρωπο. Ο αριστεριστής πού κατάληξε σεκταριστής ξεστρατίζει ολότελα όταν επιχειρεί να ερμηνεύσει την πραγματικότητα και την Ιστορία διαλεκτικά, και πέφτει σε ουσιαστικά μοιρολατρικές θέσεις.

Ο δεξιός σεκταριστής διαφέρει από τον αντίποδα του, τον αριστερό σεκταριστή, σε τούτο: ενώ ό πρώτος προσπαθεί να τιθασεύσει το παρόν ελπίζοντας ότι το μέλλον θα αναπαραγάγει το τιθασευμένο παρόν, ο δεύτερος θεωρεί το μέλλον προκαθορισμένο — ένα είδος αδήριτου πεπρωμένου, τύχης ή μοίρας.

Για τον δεξιό σεκταριστή το «σήμερα», δεμένο με το παρελθόν, είναι κάτι το δοσμένο και αμετάβλητο. Για τον αριστερό σεκταριστή, το «αύριο» είναι θεσπισμένο προκαταβολικά, είναι προκαθορισμένο. “Έτσι, και ό δεξιός σεκταριστής και ο αριστερός είναι και οι δύο αντιδραστικοί, γιατί ξεκινώντας και οι δυό από λαθεμένες απόψεις για την Ιστορία, αναπτύσσουν και οι δυό μορφές δράσης πού αρνιούνται την ελευθερία.

Το γεγονός όμως, ότι ό πρώτος ονειρεύεται ένα «νοικοκυρεμένο» παρόν και ό δεύτερος ένα προκαθορισμένο μέλλον, δεν σημαίνει ότι σταυρώνουν τα χέρια τους και μεταβάλλονται σε απλούς παρατηρητές — περιμένοντας, ό πρώτος να συνεχιστεί το παρόν και ό δεύτερος να έρθει το ήδη « γνωστό » μέλλον. ‘Αντίθετα, και οι δυό κλείνονται μέσα σε «κύκλους βεβαιότητας» από τούς όποιους δεν μπορούν να ξεφύγουν, και από κει  φτιάχνουν και οι δυό τη δική τους αλήθεια .

Η αλήθεια αυτή δεν έχει καμιά σχέση με την αλήθεια εκείνων πού αγωνίζονται να οικοδομήσουν το μέλλον, διατρέχοντας τούς κινδύνους πού συνεπάγεται αύτη ή οικοδόμηση. Ούτε πρόκειται για την αλήθεια των ανθρώπων πού παλεύουν πλάι-πλάι, και μαθαίνουν μαζί πώς θα χτίσουν τούτο το μέλλον — πού δεν είναι κάτι το δοσμένο, αλλά είναι κάτι πού θα πρέπει αυτοί να δημιουργήσουν.

Και οι δεξιοί και οι αριστεροί σεκταριστές μεταχειρίζονται την Ιστορία σαν να ‘ναι Ιδιοκτησία τους, και καταλήγουν να αποξενωθούν από το λαό, πράγμα πού είναι ένας άλλος τρόπος εναντίωσης προς το λαό.

Ενώ ό δεξιός σεκταριστής (ό γεννημένος σεκταριστής), κλεισμένος μέσα στην αλήθεια του, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να εκπληρώνει τον φυσικό του ρόλο, ο αριστερός πού γίνεται σεκταριστής και άκαμπτος, αρνιέται την ίδια τη φύση του. Ό καθένας τους περιχαρακώνεται μέσα στη δική «του» αλήθεια και αισθάνεται να απειλείται όταν αυτή ή αλήθεια αμφισβητείται.

Έτσι, ο καθένας τους το καθετί πού δεν είναι ή αλήθεια του το θεωρεί ψέμα. Και όπως μου είπε κάποτε ό δημοσιογράφος Mar do Moreira Alves, «και oι δύο πάσχουν από έλλειψη αμφιβολίας».

Ο ριζοσπάστης, ό ταγμένος στην απελευθέρωση του ανθρώπου, δεν γίνεται δέσμιος ενός «κύκλου βεβαιότητας», πού μέσα της φυλακίζει κι αυτός την πραγματικότητα. Αντίθετα, όσο περισσότερο ριζοσπάστης είναι, τόσο περισσότερο μπαίνει μέσα στην πραγματικότητα και έτσι, γνωρίζοντάς την καλύτερα, μπορεί να την αλλάξει καλύτερα. 

Δεν φοβάται να αντιπαραβάλει, να ακούσει τη γνώμη των άλλων, να δει τον κόσμο δίχως πέπλα.

Δεν φοβάται την επαφή με τούς ανθρώπους, ούτε τον διάλογο μαζί τους. 

Δεν θεωρεί την Ιστορία ή τούς ανθρώπους ιδιοκτησία του. Ούτε τον εαυτό τον ελευθερωτή των καταπιεσμένων.

Αλλά αναλαμβάνει τις ευθύνες του, παρεμβαίνοντας στην Ιστορική πορεία και αγωνίζεται στο πλευρό των δυναστευομένων.

Ή αγωγή του καταπιεζόμενου, είναι έργο του κάθε ριζοσπάστη. Ένα τέτοιο έργο δεν μπορούν να το φέρουν σε πέρας οι σεκταριστές.

θα χαρώ, αν ανάμεσα στους αναγνώστες αυτής της μελέτης βρεθούν κι εκείνοι πού θα έχουν αρκετό κριτικό πνεύμα για να διορθώσουν λάθη και παρανοήσεις, να βαθύνουν τα θετικά σημεία και να τονίσουν πλευρές πού δεν έχω αντιληφθεί.

Μπορεί να υπάρξουν και μερικοί πού θα αμφισβητήσουν το δικαίωμά μου να εξετάζω θέματα επαναστατικής πολιτιστικής δράσης, κάτι δηλαδή για το όποιο δεν έχω συγκεκριμένη πείρα.

‘Ωστόσο, το γεγονός ότι δεν έχω πάρει προσωπικά μέρος σε επαναστατική δράση δεν με αποκλείει από το να στοχάζομαι γι’ αυτή. ‘Επιπλέον, από την πείρα μου σαν λαϊκού παιδαγωγού, πού χρησιμοποιούσα στη δουλειά μου τον διάλογο και τον προβληματισμό, έχω συγκεντρώσει ένα σχετικά πλούσιο υλικό, πού μού επιτρέπει να ριψοκινδυνεύσω να διατυπώσω τις θέσεις πού περιέχονται σε τούτη την εργασία.

‘Από όλα όσα ακολουθούν, ελπίζω να αντέξουν: ή εμπιστοσύνη μου στο λαό, και ή πίστη μου στον άνθρωπο και στη δημιουργία ενός κόσμου πού θα ‘ναι πιο εύκολο να τον αγαπάς.

Πρόλογος του Πάουλο Φρέιρε στο βιβλίο του Η αγωγή του καταπιεζόμενου (1977), Κέδρος – Ράππα, Μετάφραση: Γιάννης Κρητικός
image

Ο Paulo Freire υπήρξε παιδαγωγός με οικουμενική αναγνώριση που έζησε στη Βραζιλία.
Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες και έχουν πραγματοποιήσει επανειλημμένες εκδόσεις. Οι ιδέες και οι απόψεις του έχουν επηρεάσει την παιδαγωγική επιστήμη σε όλο τον κόσμο.
Το βιβλίο του Η αγωγή του καταπιεζόμενου είναι αφιερωμένο από τον ίδιο: “Στους καταπιεζόμενους και σ’ όσους συμπάσχουν και αγωνίζονται μαζί τους”.

Διαβάστε ολόκληρο το βιβλίο ΕΔΩ